Μνημονικοί τόποι Αντίστασης στη Νίκαια
Η ανακοίνωση στα «Σεμινάρια της Ερμούπολης» της Νικαιώτισσας Υποψηφίας Διδάκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Πολίτικης Επιστήμης και Ιστορίας, Κυριακής Παπαθανασοπούλου (το halkidona.gr συνεργάστηκε μαζί της για την εκπόνηση της παρούσας εργασίας), εξετάζει τις υλικές μνημονικές διεργασίες με τις οποίες η Νίκαια επιλέγει να κατασκευάζει τη μνήμη της Εθνικής Αντίστασης.
Στο πλαίσιο της παραπάνω μεθοδολογικής αρχής, τα μνημεία και οι μνημονικοί τόποι δεν αντιμετωπίζονται ως απλά καλλιτεχνικά δημιουργήματα που κοσμούν έναν υπαίθριο χώρο, αλλά ως ζώσες αφηγηματικές πρακτικές που τροφοδοτούν τη συλλογική μνήμη και αναδεικνύουν το σύνολο των αναμνήσεων που έχει επιλέξει να μοιράζεται μια κοινωνία. Σκοπός είναι να αναδειχθούν όχι μόνο οι διαδικασίες ανέγερσης των μνημείων, αλλά να αναλυθούν οι επιδιώξεις τόσο των παραγγελιοδόχων και των χρηματοδοτών, όσο και να εντοπιστούν οι πολιτικές διαχείρισης της μνήμης.
Με την τοποθέτηση δημόσιων γλυπτών και τη δημιουργία τόπων μνήμης, η Νίκαια προσπαθεί να αναδείξει και να διατηρήσει τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση, ενώ παράλληλα κατασκευάζει την τοπική και συλλογική της μνήμη. Τα πολλαπλά ερωτήματα που τίθενται αφορούν, τον ιστορικό χρόνο, το πολιτικό πλαίσιο κατά το οποίο αποφασίστηκε η ανέγερση των μνημείων της Αντίστασης, τους επίσημους κρατικούς ή ιδιωτικούς φορείς που παρήγγειλαν την ανέγερσή τους, ώστε να αναδειχθεί η πολιτική διαχείριση των μνημείων και η αλληλοκατασκευή της μνήμης και της λήθης και του διάλογου ανάμεσα στη σιωπή και την υπόμνηση που διακρίνει κάθε κατασκευή μνήμης. Τέλος, θα διατυπωθούν ορισμένες συμπερασματικές σκέψεις σε σχέση με την πολιτική διαχείριση και τη διεκδίκηση της μνήμης μέσα από την πληθώρα των μνημείων και των μνημονικών τόπων της περιοχής.
Εισαγωγή
Στην εποχή του μεταμοντερνισμού η επιστήμη της ιστορίας έχει εισέλθει σε νέα μονοπάτια αναζήτησης πηγών και πληροφοριών για την καλύτερη και όσο το δυνατόν πληρέστερη προσέγγιση του ιστορικού παρελθόντος και της σχέσης του με το παρόν. Ο θεράπων της ιστορίας προσπαθεί να αναζητήσει τον τρόπο που το παρελθόν γίνεται ιστορία, αντλώντας πληροφορίες, όχι μόνο στο αρχείο και στην αξιοπιστία που αυτό παρέχει, αλλά ακόμα και έξω από αυτό. Ήδη δίπλα στην παραδοσιακή ιστοριογραφική επιστήμη έχει αναπτυχθεί ένα νέο είδος ιστορίας που καλύπτει περισσότερα επίπεδα και έχει διεπιστημονικό χαρακτήρα. Η Δημόσια Ιστορία, το νόθο παιδί της μητρικής επιστήμης, όπως εύστοχα την έχουν αποκαλέσει, παρέχει μια μεγάλη ποικιλία εργαλείων και νέων μεθόδων προσέγγισης του παρελθόντος. Στο νέο αυτό ευρύ πεδίο πηγών συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων οι προφορικές μαρτυρίες και η δημόσια γλυπτική.
Τα γλυπτά μνημεία και οι τόποι μνήμης αποτελούν τα νέα υλικά τεκμήρια του λόγου που αρθρώνεται για το παρελθόν και διαμορφώνουν μια αντίληψη για το δημόσιο χώρο. Τα μνημεία αποτελούν εθνικά σύμβολα και επιδιώκουν μια συναισθηματική προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας με την οποία επιτυγχάνεται η ομοιογενοποίηση του κοινωνικού συνόλου με τους τιμημένους, καθώς και η ταύτιση του παρελθόντος με το παρόν και η δημιουργία ενός ιστορικού προτύπου και ιδανικού.
Η δημόσια γλυπτική ως μνημονική διεργασία συμβάλλει στην κατασκευή της κοινωνικής μνήμης όχι μόνο μιας τοπικής κοινωνίας, αλλά ακόμα και ενός κράτους. Η συλλογική μνήμη αποτελεί ένα σύνολο αναμνήσεων που έχει αποδεχτεί και έχει επιλέξει να μοιράζεται μια κοινότητα. Αυτές οι αναμνήσεις αποτελούν και ένα από συνεκτικά στοιχεία της κοινότητας που την αναγάγουν σε φαντασιακή. Έτσι, ο χώρος αποτελεί το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κατασκευάζεται και προβάλλεται η κοινωνική μνήμη. Οι τόποι μνήμης της Αντίστασης αποτελούν ένα πεδίο μελέτης των σχέσεων που συγκροτούν την έννοια της τοπικότητας. Η μνήμη και ο χώρος, αλληλεπιδρούν στη διαχείριση του παρελθόντος, στην κατασκευή του παρόντος και στη νοηματοδότηση του μέλλοντος.
Επιπρόσθετα, η μελέτη της δημόσιας γλυπτικής αποκαλύπτει την επιλεκτικότητα και τη διαχείριση της μνήμης από τους επίσημους κρατικούς φορείς. Η μνήμη και η λήθη αλληλοκατασκευάζονται. Όπως επισημαίνει και ο P. Nora «εφευρίσκουμε μνημονικούς τόπους». Ο τρόπος που επιλέγει μια κοινωνία να κατασκευάζει και να προβάλει το παρελθόν της εξαρτάται από το παρόν. Έτσι, τα μνημεία αποκτούν μια συμβολική και πολιτική χρήση στην ιστορική εξέλιξη. Η εθνική αφήγηση που επιχειρείται μέσα από τα δημόσια γλυπτά σε κάθε πόλη δεν είναι ουδέτερη, ούτε τυχαία, αλλά μεταβάλλεται και επανέρχεται μέσα από εσκεμμένες επαναφηγήσεις και τις επανερνηνείες με δίαυλο την πολιτική σκοπιμότητα. Για να μπορεί η έλλογη ενότητα των πολιτών να κατασκευάσει το συλλογικό της μύθο εξιδανικεύει και επικεντρώνει τη συμβολική της ταυτότητα.
Ο καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί ένα μνημείο εκτελεί μια συγκεκριμένη παραγγελία, όμως η ιστορία ενός μνημείου δεν εξαντλείται μόνο στις συζητήσεις που έγιναν πριν την ανέγερσή του, στους εκφωνημένους λόγους και στα άρθρα των εφημερίδων την ημέρα των αποκαλυπτηρίων, αλλά και στη ζωή του ίδιου του μνημείου και στη διαλεκτική σχέση που αναπτύσσεται με το κοινό, στο οποίο απευθύνονται τα σημαινόμενα νοήματα του.
Τα μνημεία δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως στατικά κατασκευάσματα με αναλλοίωτο το νοηματικό τους περιεχόμενο, αλλά ως δυναμικές παρουσίες που ερμηνεύονται πολλαπλώς από την κοινωνία. Συνεπώς, τα δημόσια γλυπτά δεν αποτελούν απλά ένα αναμνηστικό και τιμητικό εργαλείο κάποιου σημαντικού ιστορικού γεγονότος ή προσώπου, αλλά όπως επισημαίνει η Συραγώ Τσιάρα: «αντιμετωπίζονται ως ζώσες αφηγηματικές πρακτικές που τροφοδοτούν τη συλλογική μνήμη και την κοινωνική ζωή».
Ιστορικό πλαίσιο και δημόσια γλυπτική της Εθνικής Αντίστασης στη Νίκαια
Τα ιστορικά γεγονότα που επιλέγονται να ενθυμούνται και στα οποία αναφέρονται τα δημόσια γλυπτά και οι τόποι μνήμης της περιοχής, είναι η μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο. Η Κοκκινιά ήταν επικεφαλής στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα με την πιο ισχυρή αντιστασιακή οργάνωση από τις 4 πόλεις του ΕΑΜ στον Πειραιά. Την αποκαλούσαν «Μικρή Μόσχα», «Παρτιζάνα Κοκκινιά» και «Ανταρτομάνα». Αποτελούσε το έκτο ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με 4 τάγματα και 9 λόχους, ενώ ο πληθυσμός της ήταν στο σύνολό του οργανωμένος στο ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και στην ΕΠΟΝ. Διέθετε το μοναδικό παράνομο τυπογραφείο σε όλο τον Πειραιά.
Η μάχη της Κοκκινιάς ξεκίνησε στις 4 Μαρτίου του 1944 και διήρκεσε τέσσερις μέρες. Οι πιο σφοδρές μάχες με τα περισσότερα θύματα συνέβησαν στις 7 Μαρτίου. Οι αντάρτες της Κοκκινιάς αντιστέκονταν στους Γερμανούς με όσα μέσα διέθεταν επιδεικνύοντας αντιστασιακό σθένος, ενώ οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι ήταν εκατοντάδες. Στις 17 Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί με τους Ταγματασφαλίτες και άλλους ντόπιους δωσίλογους επιχείρησαν το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Πρόκειται για την αθρόα εκτέλεση του πληθυσμού της περιοχής λόγω της αντιστασιακής του δράσης με απώτερο σκοπό την αποσόβηση της «κομμουνιστικής απειλής». Το ξημέρωμα στις 17 Αυγούστου τα Τάγματα Ασφαλείας κάλεσαν τους άνδρες από 14 έως 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Ο τόπος εκτέλεσης ήταν δίπλα στην πλατεία, στη μάντρα ενός παλιού ταπητουργείου. Ο αριθμός των θυμάτων στη μάντρα από αναφορές ανέρχεται στους 72 άνδρες, νέοι στην πλειοψηφία τους και ανάμεσά τους δυο γυναίκες, η Διαμάντω Κουμπάκη και η Αθηνά Μαύρου. Ταυτόχρονα εκτελέσεις, βιαιοπραγίες και εμπρησμοί σπιτιών σημειώνονταν σε όλη την περιοχή.
Το Ηρώο της πόλης στους Πεσόντες του Μπλόκου
Η ιστορία της ανέγερσης του Ηρώου της πόλης της Κοκκινιάς, που είναι αφιερωμένο στους Πεσόντες του Μπλόκου, ξεκίνησε το 1945, μόλις έναν χρόνο μετά το Μπλόκο. Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τοπικά Νέα», στο φύλλο της 26ης Αυγούστου του 1945, παρατίθεται ο λόγος που εκφώνησε ο Δήμαρχος της πόλης, Ι. Μελάς, στο πρώτο μνημόσυνο που έγινε για τα θύματα της κατοχής μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Γίνεται αναφορά για την ανέγερση ενός μνημείου για τους Πεσόντες του Μπλόκου, ενώ υπάρχουν αναφορές και παρομοιώσεις των εκτελεσθέντων με τους ήρωες από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα με τη μάχη των Θερμοπυλών και τη σημασία της συλλογικής ηρωικής θυσία και του ένδοξου θανάτου για τη σωτηρία της πατρίδας. Συνεχίζοντας την έρευνα στον τοπικό τύπο της εποχής, πέντε χρόνια μετά, στην εφημερίδα «Νέα Ιδέα», στις 9 Απριλίου του 1950, στο πρωτοσέλιδο υπάρχει άρθρο με τίτλο «Η Νίκαια πρέπει να αποκτήσει αμέσως το μαρμάρινον προσκύνημα της Νίκης. Η σταυροφορία της Ν. Ιδέας δια την ανέγερση Ηρώου της πόλεως». Οι διαφωνίες που διατυπώνονταν αφορούν το χώρο στον οποίο θα τοποθετούνταν το μνημείο. Η σημασία του δημόσιου χώρου είναι καθοριστική, όχι μόνο για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα και τους χωροταξικούς παράγοντες, αλλά κυρίως για τη συμβολική σημασία, ως κοινωνικού χώρου στον οποίο αναπτύσσεται η διαλεκτική σχέση του ιδεολογικού περιεχομένου του μνημείου με το κοινό. Στο άρθρο ο Δήμαρχος τονίζει ότι το Ηρώο θα συνδεθεί όχι μόνο με την τοπική μνήμη των πεσόντων, αλλά και με την εθνική μνήμη, μιας και ο δημόσιος χώρος που θα ανεγερθεί θα χρησιμοποιείται και για τις εθνικές εκδηλώσεις των επετειακών εορτασμών και τις σχολικές παρελάσεις. Η πρόταση του Δημάρχου σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας ήταν να επιλεχθεί ως καταλληλότερος χώρος η πλατεία Δαβάκη έναντι της πλατείας της Οσίας Ξένης. Επίσης, η πλατεία Δαβάκη αποτελεί την κεντρική πλατεία καθώς εισέρχεται κάποιος στην πόλη από την Αθήνα και στη δημόσια γλυπτική, τα ηρώα, είθισται να τοποθετούνται στην είσοδο της πόλης.
Η ταύτιση της εθνικής μνήμης με την τοπική θα πρέπει να αναλυθεί μέσα από το πρίσμα των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα. Το 1950 η Κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος με τον Τσαλδάρη να βρίσκεται στην εξουσία, η Αριστερά να έχει πληγεί μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κυρίως μετά τον Εμφύλιο και τις διώξεις των αριστερών να συνεχίζονται. Συνεπώς ένα μνημείο στη Νίκαια αποκλειστικά για την Αντίσταση που θα θύμιζε μόνο τη δράση του ΕΑΜ, και κατ΄ επέκταση του ΚΚΕ, δεν ήταν εύκολο να ανεγερθεί χωρίς τα εχέγγυα της εθνικής μνήμης. Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί και η συνεχής αναφορά στο λόγο του δημάρχου ότι ο αγώνας των κατοίκων της Νίκαιας ήταν εθνικός, αποσιωπώντας κεκαλυμμένα τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σε άλλο άρθρο της ίδιας εφημερίδας με τίτλο «Ο τύμβος των πεσόντων πρέπει να στηθεί εις την είσοδο της Νίκαιας» ο Βουλευτής Πειραιώς και πρώην Δήμαρχος της Νίκαιας Ι. Μελάς τονίζει ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην καλλιτεχνική μορφή του Ηρώου, το οποίο θα πρέπει να είναι απλό, λιτό και χωρίς περιττές επιγραφές. Συγκεκριμένα τονίζει ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει «επιδεικτική σώρευσις λεπτομερειών». Στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως υπόδειξη για την απουσία των ονομάτων των εκτελεσθέντων ή αναφορών στη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ μιας και η εμπειρία του εμφυλίου είναι πρόσφατη.
Ένα χρόνο μετά το 1951 η Δημοτική Αρχή της Νίκαιας, επί δημαρχίας Δ. Καρακουλουξή, προκήρυξε πανελλήνιο διαγωνισμό για το ηρώο της πόλης. Από την επιτροπή προκρίθηκε η μακέτα του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου, που παρίστανε ένα νέο να πέφτει κρατώντας κλαδί ελιάς, ενώ τον συγκρατεί η Δόξα. Το 1955 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και του τότε Δημάρχου της Νίκαιας Ν. Τουντουλίδη αποφασίστηκε η ανάθεση του έργου στον γλύπτη Ζογγολόπουλο. Ως χώρος ανέγερσης του Ηρώου αποφασίστηκε η πλατεία της Οσίας Ξένης, αντί της Πλατείας Δαβάκη, που προβλεπόταν να οικοδομηθεί και το Δημαρχιακό Μέγαρο στον περιβάλλοντα χώρο. Το κόστος του ορειχάλκινου μνημείου ανερχόταν στις 192.000 δρχ. και τα έξοδα θα τα καλύπτονταν από το Δήμο.
Η σύνθεση απεικονίζει πληγωμένο νέο, σύμβολο των πεσόντων, που τον κρατάει φτερωτή αρχαιοπρεπώς ντυμένη γυναικεία μορφή, αλληγορικής προσωποποίησης της Ελλάδας ή της Ελευθερίας και παραλλαγή του τύπου Θρήνου Ροντανίνι του Μιχαήλ Άγγελου. Οι δύο μορφές, με τα ψιλόλιγνα σώματα, έχουν αποδοθεί αφαιρετικά, μακριά από τους τύπους των ψυχρών ακαδημαϊκών ρεαλιστικών ηρώων, τύπους που συνηθίζονταν στα μνημεία της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας. Η εικονογραφία του ηρώου παραπέμπει στην Αποκαθήλωση και σε αλληγορικές μορφές του Παρθένη. Στο μνημείο υπάρχει μόνο η επιγραφή “Πεσόντες”.
Τα αποκαλυπτήρια έγιναν από τον δήμαρχο της Νίκαιας, Τουντουλίδη, στις 19 Αυγούστου 1956, στην τελετή μνήμης για τους πεσόντες του Μπλόκου, που οργανώνεται περιοδικά κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τον τοπικό τύπο, η κοινωνία αποδέχθηκε με αίσθημα ικανοποίησης την ανέγερση του μνημείου.
Σχετικά με την ερμηνεία του Ηρώου της πόλης για τους Πεσόντες του Μπλόκου και τη σύνδεση της τοπικής με την εθνική μνήμη, η ανάλυση γίνεται μέσα από το πολιτικό και ιστορικό πρίσμα της εποχής. Όπως ήδη αναφέρθηκε οι συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της ανέγερσης του πρώτου μνημείου για τους εκτελεσθέντες ήταν αρκετά πρώιμες. Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης δεν έχει πραγματοποιηθεί. Τη δεκαετία του ’50 κυβερνήσεις της Δεξιάς βρίσκονταν στην εξουσία. Η Αριστερά είχε πληγή από την πρόσφατη τραυματική εμπειρία του Εμφυλίου καθώς και οι διώξεις των Αριστερών συνεχίζονταν. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να ανεγερθεί ένα μνημείο στη Νίκαια αποκλειστικά για την αντίσταση που θα θύμιζε μόνο τη δράση του ΕΑΜ και κατ’ επέκταση του ΚΚ. Επίσης, η Νίκαια χαρακτηριζόταν από τον Αριστερό-Κομμουνιστικό πολιτικό προσανατολισμό της ως πρώην προσφυγική και εργατική συνοικία του Πειραιά. Η σύνδεση με την Εθνική Μνήμη και εχέγγυα που αυτή προσφέρει ήταν απαραίτητη. Το Ηρώο μπορεί να στήνεται για να τιμήσει τους νεκρούς του Μπλόκου, αλλά συνδέεται με τις επίσημες εθνικές εορτές (εορτασμοί και εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου), έτσι με αυτή τη σύνδεση εθνικής και τοπικής μνήμης επιτυγχάνεται η κατασκευή της συλλογικής μνήμης της Αντίστασης.
Μπορεί τελικά να επιλέχτηκε η πλατεία της Οσίας Ξένης και το Ηρώο να είναι ενταγμένο στον ιστορικό χώρο της πόλης, όμως οι αρχικές προθέσεις ήταν η επιλογή ενός πιο ουδέτερου δημόσιου χώρου. Εν τέλει επιλέχτηκε η πλατεία της Οσίας Ξένης αφενός ως μνημονικός τόπος, αφετέρου όμως, ως καταλληλότερου χώρου για την ανέγερση του Δημαρχιακού Μεγάρου. Παρά ταύτα, σύμφωνα με τη προφορική μαρτυρία του προϊσταμένου της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, την περίοδο της Χούντας το μέγαρο δόθηκε από το Δήμαρχο Δ. Πλυντζανόπουλο στο Μητροπολίτη για την ανέγερση της Μητρόπολης που παραμένει μέχρι και σήμερα. Συνεπώς, στον δημόσιο χώρο, που αποτελεί τον κοινωνικό χώρο που αναπτύσσεται η διαλεκτική σχέση μεταξύ του μνημείου και του κοινού, παρεισφρέει και ο εκκλησιαστικός θεσμός, που είναι άμεσα συνδεδεμένος με το έθνος. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι στο βάθρο αναγράφεται μόνο η λέξη «Πεσόντες». Η μνήμη των νεκρών του Μπλόκου σκόπιμα δεν εξατομικεύεται για να συνδεθεί με όλους τους νεκρούς της κατοχής και κατ΄ επέκταση να είναι πιο εύκολη και η σύνδεσή της με την εθνική μνήμη, αφήνοντας στη λήθη τις συγκρούσεις του εμφυλίου. Λειτουργεί ως μια συμβολική αναπαράσταση της συλλογικής θυσίας, ανάλογου περιεχομένου με τη θυσία στις Θερμοπύλες και τον ηρωικό θάνατο για την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1821, ώστε να την εντάξουμε στο εθνικό αφήγημα. Συνεπώς, παρατηρείται μια τάση αφομοίωσης και ομαλοποίησης της τοπικής ιδιαιτερότητας. Το ιδεολογικό περιεχόμενο του Ηρώου ως αποκλειστικού συμβόλου των νεκρών του Μπλόκου εξασθενεί και η τοπική μνήμη ενσωματώνεται στην δημόσια. Παράλληλα, εντάσσοντας τους νεκρούς Κοκκινιώτες στο πάνθεο των εθνικών αγωνιστών επιτυγχάνεται σε συμβολικό επίπεδο και η πλήρης αφομοίωση μιας προσφυγικής συνοικίας στον εθνικό κορμό.
Η Μάντρα του Μπλόκου ως τόπος μνήμης
Την περίοδο διακυβέρνηση από την Ένωση Κέντρου και τον Γ. Παπανδρέου, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας του 1960, η δημοτική αρχή της Νίκαιας συνέχισε την τοποθέτηση μνημείων με μεγαλύτερη έμφαση και πιο ξεκάθαρο περιεχόμενο στο ιστορικό γεγονός που αναφέρονται. Σε τοπικά περιοδικά του 1963 – 1964 υπάρχουν αναφορές για το αίτημα των κατοίκων της περιοχής να μετατραπεί η μάντρα του μπλόκου σε μουσείο ή μαυσωλείο. Η ενέργεια, αυτή υλοποιήθηκε μετά από 20 χρόνια, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
Μπορεί λόγω της γενικότερης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε το αίτημα της απαλλοτρίωσης της μάντρας να ήταν πολύ πρώιμο να πραγματοποιηθεί τη δεκαετία του 1960. Εντούτοις, ο Δήμαρχος της Νίκαιας Δ. Καρακουλουξής, ύστερα από έντονες παραγγελίες των συγγενών των θυμάτων, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες στη δεύτερη θητεία του 1964-1967, τοποθέτησε με έξοδα του Δήμου μια εντοιχισμένη πλάκα στην είσοδο της μάντρας που έγινε το Μπλόκο. Στην πλάκα ήταν χαραγμένη η φράση «Εδώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες». Ήταν το πρώτο μνημείο που αναγραφόταν ξεκάθαρα το ιστορικό γεγονός του Μπλόκου και ενίσχυε την τοπική μνήμη έναντι της εθνικής. Δεν κάνει εντύπωση ότι αποσιωπάται ο δωσιλογισμός και η εμφύλια σύγκρουση και ο εχθρός είναι ένας, ο εθνικός, οι Γερμανοί.
Η μαρμάρινη πλάκα δεν παρέμεινε για αρκετό διάστημα στη μάντρα, γιατί η Χούντα την αντικατέστησε με μια άλλη, της οποίας η επιγραφή άλλαζε τα γεγονότα, για να δείξει τη δική της οπτική, κατασκευάζοντας μια άλλη μνήμη. Σε αυτήν αναγραφόταν το μήνυμα «Προδόται και μασκοφόροι Κομμουνισταί Εαμίται-Ελασίται παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17 Αυγούστου 1944 αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της εθνικής αντιστάσεως τέκνα ηρωικά της Νίκαιας οι οποίοι και εκτελέστηκαν στον τόπο τούτο». Ο διορισμένος δήμαρχος από τους Συνταγματάρχες, Δ. Πλυντζανόπουλος, ανιψιός του ταγματασφαλίτη Ι. Πλυντζανόπουλου που συμμετείχε στην εκτέλεση του Μπλόκου, τοποθέτησε την πλάκα που παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της Χούντας. Η πρακτική αυτή συνάδει με την πολιτική που ακολουθούσε η δικτατορία προσπαθώντας να δώσει μια άλλη ερμηνεία του θέματος της Εθνικής Αντίστασης, εντάσσοντας και τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας στο χώρο των αντιστασιακών, καθώς και στο νέο νομικό προσδιορισμό του εχθρού που περιλαμβανόταν πια σαφέστατα το ΕΑΜ.
Στα χρόνια που ακολουθούν μετά την μεταπολίτευση και την αναγνώριση του ΚΚ από την κυβέρνηση Καραμανλή, αρχίζει να διατυπώνεται πιο συστηματικά το αίτημα για την αναγνώριση της Αντίστασης. Έτσι, οι κάτοικοι της Νίκαιας σε άρθρο τοπικού περιοδικού το 1976 με τίτλο «το μοναδικό σημάδι της θυσίας των πατριωτών, η Μάντρα πρέπει να αξιοποιηθεί» διατυπώνεται το αίτημα της αναμόρφωσης του χώρου της μάντρας σε μνημονικό τόπο Αντίστασης.
Τη δεκαετία του ’80 μέσα στο γενικότερο κλίμα της «αλλαγής» που υπόσχεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με ένα πολιτικό προφίλ που του επέτρεπε να εμφανίζεται ως ο κύριος συνεχιστής και εκφραστής της δημοκρατικής πλειοψηφίας του ΕΑΜ και ταυτόχρονα να αποστασιοποιείται από τα δύο άκρα, της Δεξιάς και του ΚΚ, προβαίνει στην αναγνώριση της Εθνική Αντίσταση, αποκαθιστώντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Αριστερών. Κάτω από αυτό το πολιτικό κλίμα ανοίγει και ο δρόμος για την απαλλοτρίωση και τα έργα ανάπλασης της Μάντρας του Μπλόκου.
Το κτίριο της Μάντρα που έγινε το Μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου του 1944 λειτουργούσε ως ταπητουργείο της «Οριένταλ Καρπέτ» μιας Αγγλικής εταιρείας που κατασκεύαζε χαλιά από το 1929. Την περίοδο της κατοχής το ταπητουργείο σταμάτησε να λειτουργεί και το κτήριο νοικιάστηκε από τους αδερφούς Παγιασλή. Σύμφωνα με την προφορική μαρτυρία του πρώην Δημάρχου της Νίκαιας, μετά τη μεταπολίτευση, Στέλιου Λογοθέτη, ο χώρος απαλλοτριώθηκε με απόφαση του τότε Υπουργού Χωροταξίας Αντώνη Τρίτση σε συνεργασία με το Δήμο. Δημοπρατήθηκε στις 10.08.1984 αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την αναμόρφωση του χώρου, τα έργα ανάπλασης ανήλθαν στα 30.000.000 δραχμές. Το έργο της αναμόρφωσης ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1986 και τα εγκαίνια έγιναν από το Δήμαρχο Στέλιο Λογοθέτη την ημέρα του μνημόσυνου για το Μπλόκο. Στην είσοδο της μάντρας τοποθετήθηκε νέα εντοιχισμένη πλάκα με την ίδια ακριβώς επιγραφή. Απουσιάζουν πάλι τα ονόματα των εκτελεσθέντων ή κάποια αναφορά στους δωσίλογους. Ο χώρος της Μάντρας λειτουργούσε ως ιερός τόπος μνήμης, ανοιχτός προς τους επισκέπτες.
Είκοσι χρόνια μετά, το 2004, με πρωτοβουλία της επιστημονικής ομάδας της δημοτικής αρχής του Στέλιου Μπενετάτου, αποφάσισαν να αναμορφώσουν το χώρο της Μάντρας και να το μετατρέψουν σε χώρο μνήμης και πολιτισμού. Σύμφωνα με την πληροφορήτριά μου, που εργαζόταν στο επιστημονικό επιτελείο του Δήμου, για την ανακαίνιση του χώρου δεν πάρθηκε ποτέ απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, διότι η πρωτοβουλία αυτή σκόνταφτε στις πολιτικές αντιπαλότητες και στις αντιδράσεις του συλλόγου των εργαζομένων. Όλα τα έξοδα καλύφθηκαν από δωρεές, με την υποστήριξη ανθρώπων του Δήμου, της ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και του Σωματείου Θυμάτων Γερμανικής Κατοχής «Φοίνιξ», ενώ οι εργασίες έγιναν από τους τεχνικούς υπαλλήλους του δήμου στα πλαίσια του θεσμοθετημένου ωραρίου τους. Η αντίδραση που συνάντησε η πρωτοβουλία για την αναμόρφωση της Μάντρας είναι ένδειξη της πολιτικής διαμάχης για την διεκδίκηση της μνήμης λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Ο αναμορφωμένος χώρος της Μάντρας, σύμφωνα με την πρόταση, λειτουργεί ως χώρος μνήμης και πολιτισμού σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Αρχικά, λειτουργεί ως χώρος μόρφωσης, εξυπηρετώντας εκπαιδευτικές λειτουργίες με εκπαιδευτικά προγράμματα, ως χώρος πληροφορίας για τους νέους επισκέπτες, ώστε να πληροφορηθούν την τοπική ιστορία και τέλος ως χώρος τιμής για τους μάρτυρες του Μπλόκου και γενικότερα τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Οι υλικές μνημοτεχνικές διεργασίες και τα μέσα που διαθέτει ο χώρος στοχεύουν στο να ευαισθητοποιήσουν όλες τις αισθήσεις και να ενεργοποιήσουν την αισθητηριακή μνήμη των επισκεπτών. Έχουν τοποθετηθεί πίνακες με συνοπτικό ιστορικό κείμενο με τα γεγονότα της εποχής, χάρτες, σκίτσα, αντικείμενα, καθώς και φωτογραφίες των θυμάτων. Οι φωτογραφίες είναι με τέτοιο σκηνοθετικό τρόπο τοποθετημένες ώστε να δημιουργούν την αίσθηση ότι τα θύματα-ήρωες βρίσκονται στο χώρο συμβολικά και παράλληλα δημιουργούν την αίσθηση ότι επρόκειτο για απλούς καθημερινούς ανθρώπους που ζούσαν κανονικές καθημερινές ζωές. «Η χρήση της φωτογραφίας είναι στοιχείο εξατομίκευσης και με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο εμβαπτισμός της ατομικότητας στη συλλογική προσφορά. Η κάθε μεμονωμένη περίπτωση καθαίρεται, εξαγνίζεται και ανάγεται σε πρότυπο θυσίας, αντιστασιακής, πατριωτικής συμπεριφοράς». Στο χώρο, επίσης υπάρχει ένα σύντομο οπτικοακουστικό υλικό που παρουσιάζει το κοινωνικό, οικονομικό, και ιστορικό πλαίσιο της εποχής μέσα στο οποίο έδρασε ο Αντιστασιακός Αγώνας της Κοκκινιάς. Επιπρόσθετα, για λόγους έρευνας, υπάρχει ένα υποτυπώδες κέντρο τεκμηρίωσης και μια βιβλιοθήκη. Τέλος για την επιτυχία του κατάλληλου υποβλητικού περιβάλλοντος υπάρχει ειδικός φωτισμός και μουσική υπόκρουση.
Στον προαύλιο χώρο της μάντρας έχουν τοποθετηθεί οι προτομές του Άρη Βελουχιώτη και του Στ. Σαράφη. Τα αγάλματα ήταν δωρεά του καλλιτέχνη Μιχάλη Κάσση στο Δήμο της Νίκαιας και μετά την ανακαίνιση του χώρου της Μάντρας μεταφέρθηκαν στον προαύλιο χώρο.
Στην ανάλυση και την ερμηνεία των έργων ανάπλασης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στον ευρωπαϊκό χώρο εκείνη την περίοδο. Συμπληρώνονταν τα 60 χρόνια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διεξαγόταν ο δεύτερος μαραθώνιος μνήμης, με την οργάνωση πολλών ευρωπαϊκών συνεδρίων με θέματα, όπως οι πόλεμοι της Ιστορίας, Μνήμη και Λήθη και η εμπειρία του Ολοκαυτώματος.
Προτομές και Πλάκες Μνήμης
Μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρατηρείται έμπρακτο κρατικό ενδιαφέρον για την ανέγερση αντιστασιακών μνημείων. Με πρωτοβουλία του Παραρτήματος Εθνικής Αντίστασης Ελλήνων Αγωνιστών και σε συνεργασία με το Δήμαρχο Στέλιο Λογοθέτη φιλοτεχνούνται νέα μνημεία για την Αντίσταση. Ανεγέρθηκε η προτομή της Αντάρτισσας Διαμάντως Κουμπάκη, αλλά και πολλές πλάκες τιμής και μνήμης στις συμβολές οδών όπου είχαν σκοτωθεί Κοκκινιώτες τις ημέρες της Μάχης της Κοκκινιάς ή του Μπλόκου. Η διαδικασία για την ανέγερση των δημόσιων μνημείων δεν ακολουθούσε κάποιο τυπικό και δεν υπήρχε μεμονωμένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για την ανέγερση κάθε τιμητικής πλάκας. Η χρηματοδότηση γινόταν είτε από το Δήμο, είτε από συγγενείς των θυμάτων ως δωρεές.
Στο πλαίσιο αναμόρφωσης της Πλατείας Δαβάκη τοποθετήθηκε με έξοδα του Δήμου τιμητική πλάκα στην οποία αναγράφεται «Από το σημείο αυτό ξεκίνησε η μάχη της Κοκκινιάς στις 7 Μάρτη 1944». Πρόκειται για μια μαρμάρινη πλάκα που προσδιορίζει το γεωγραφικό χώρο στον οποίο αναφέρεται το ιστορικό γεγονός της μάχης της Κοκκινιάς. Αυτόματα η πλατεία από απλός δημόσιος χώρος παίρνει μια ιστορική διάσταση και λειτουργεί ως τόπος μνήμης και κοινωνικός χώρος συγκρότησης της συλλογικής μνήμης.
Επίσης, στη συμβολή των οδών Κασταμονής & Ιωνίας τοποθετήθηκε από την ίδια Δημαρχιακή Αρχή μαρμάρινη πλάκα τιμής και μνήμης για τον λοχαγό του ΕΛΑΣ Γιώργο Βογιατζή που σκοτώθηκε στις 7 Μάρτη στη μάχη της Κοκκινιάς και το πτώμα του κρεμάστηκε χλευαστικά από τους ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο. Στην πλάκα η επιγραφή αναφέρει «Εδώ, στις αρχές Μαρτίου 1944, Γερμανοί και ντόπιοι συνεργάτες τους κρέμασαν Έλληνα πατριώτη». Αξιοσημείωτη είναι η απουσία του ονόματος του εκτελεσθέντος, ενώ γνωρίζουμε το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευθεί και με τους πολέμους της ιστορίας. Είναι η πρώτη πλάκα στην οποία γίνεται αναφορά στους δωσίλογους.
Επίσης, άλλη μια πλάκα στη συμβολή των οδών Ροδοπόλεως & Γρηγορίου Ε΄ τοποθετήθηκε για να τιμήσει τους νεκρούς μετά τη μάχη της Κοκκινιάς που εξακολουθούσαν να μαίνονται οι μάχες πριν το Μπλόκο. Η επιγραφή αναφέρει «Εδώ οι Γερμανοί κατακτητές στις 27-5-1944 σκότωσαν Έλληνες πατριώτες».
Άλλη μια τιμητική πλάκα τοποθετήθηκε το 2013 από τον τωρινό Δήμαρχο της Νίκαιας Γ. Ιωακειμίδη, ύστερα από πρωτοβουλία της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων της Νίκαιας ΧΑΝ, στην οποία εξατομικεύεται η μνήμη, μιας και είναι η μοναδική τιμητική πλάκα που αναφέρει το όνομα του νεκρού. Η επιγραφή αναφέρει. «Στο σημείο αυτό δολοφονήθηκε ο Αθανάσιος Χαμπιλίδης του Κωνσταντίνου από Γερμανικές σφαίρες στις 24-9-1944». Πρόκειται για εκτέλεση που έγινε ενώ τελούνταν το πρώτο μνημόσυνο για τα θύματα του μπλόκου, 40 μέρες μετά το μπλόκο και το οποίο πήρε διαστάσεις αντιστασιακής δράσης με συνακόλουθα αντίποινα.
Επιπρόσθετα σε πολλές οδούς υπάρχουν πλάκες τιμής και μνήμης για τα θύματα του μπλόκου. Επί Δημαρχίας Στέλιου Λογοθέτη τοποθετήθηκε στην πλατεία του Αγίου Νικολάου (Ελ. Βενιζέλου) τιμητική πλάκα με την επιγραφή «Εδώ οι Γερμανοί κατακτητές με τους ντόπιους συνεργάτες τους σκότωσαν Έλληνες πατριώτες στις 17 Αυγούστου 1944».
Επίσης, στη συμβολή των οδών Μοργεντάου & Μαινεμένης υπάρχει μαρμάρινη πλάκα που τοποθετήθηκε από την ίδια Δημοτική Αρχή και η επιγραφή της αναφέρει «Στους νεκρούς που έπεσαν εδώ στις 17 Αυγούστου 1944».
Τέλος, στη Νεάπολη, στη μάντρα του γηπέδου, τοποθετήθηκε μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή «Στους νεκρούς που έπεσαν εδώ στις 17 Αυγούστου 1944». Η συγκεκριμένη πλάκα αναφέρεται στη δεύτερη μάντρα των εκτελέσεων την ημέρα του μπλόκου. Στις 17 Αυγούστου 1944 εκτός από την πλατεία της Οσίας Ξένης οι Γερμανοί με ντόπιους συνεργούς είχαν βάλει φωτιά στα σπίτια στην περιοχή του Καραβά της Νεάπολης, τυχαία πήραν 46 άτομα που ήταν συγκεντρωμένα στην πλατεία Οσίας Ξένης και τα οδήγησαν με φορτηγό στα Καμένα (Νεάπολη) όπου τους εκτέλεσαν ομαδικά. Έτσι έχουμε δύο μάντρες με εκτελεσμένους μια στην Οσία Ξένη και την άλλη στον Καραβά Νεάπολης.
Κατά τη δημαρχία του Στέλιου Λογοθέτη τοποθετήθηκαν οι περισσότερες πλάκες, καθώς τιμήθηκε η συμμετοχή και ο θάνατος στο μπλόκο δύο γυναικών που συμμετείχαν στον Εθνικό-απελευθερωτικό Αγώνα. Τα ονόματά τους δόθηκαν σε δύο Πλατείες της περιοχής. (Πλατεία Αθηνάς Μαύρου και Διαμάντως Κουμπάκη). Επίσης, με έξοδα του Δήμου φιλοτεχνήθηκε η προτομή της Διαμάντως Κουμπάκη. Ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε την προτομή είναι ο Πέτρος Γεωργαρίου. Η προτομή τοποθετήθηκε στην Νεάπολη στην πλατεία Σπάθα, η οποία μετονομάστηκε σε πλατεία Διαμάντως Κουμπάκη.
Η Διαμάτω Κουμπάκη ήταν από τις πιο δραστήριες γυναικείες μορφές της Αντίστασης στην Κοκκινιά. Η ίδια κατοικούσε στα Ταμπούρια, όμως η δράση της ήταν στον ΕΛΑΣ της Νεάπολης. Στο περιοδικό «Χρονικά της Νίκαιας» αναφέρεται ότι η Διαμάντω συνελήφθη με το όπλο στο χέρι πάνω στον Καραβά, όταν μπλόκαραν το κρησφύγετό της οι Γερμανοί και οι Ταγματασφαλίτες. Η ίδια εκτελέστηκε στο μπλόκο.
Η σημερινή χρήση των μνημείων της Αντίστασης
Οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η Οργάνωση των Αντιστασιακών της Κοκκινιάς, από τον πρώτο χρόνο μετά το Μπλόκο, εφαρμόζουν ένα τελετουργικό εκδηλώσεων, περιοδικά κάθε χρόνο, στο μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες του Μπλόκου τον Αύγουστο και στις αρχές Σεπτέμβρη, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Επίσης, οργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης για τη Μάχη της Κοκκινιάς ανά δεκαετία. Το τελετουργικό αποτελείται από διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και την κατάθεση στεφάνου σε όλους τους μνημονικούς τόπους. Ο χώρος της Μάντρας είναι ανοιχτός στο κοινό ύστερα από αίτημα στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου.
Ένα μνημείο ως ανεξάρτητη οντότητα, πέρα από την πολιτική διαχείριση της μνήμης που του επιφυλάσσουν οι επίσημοι κρατικοί φορείς έχει και τη δική του ζωή. Σήμερα, στη Νίκαια, τόσο το Ηρώο, όσο και η προτομή της Διαμάντως Κουμπάκη έχουν βεβηλωθεί και παραχαραχθεί από γκράφιτι. Στοιχείο που οδηγεί στην υπόθεση ότι τα σημαινόμενα μηνύματα των μνημείων δεν φτάνουν στο κοινό όπως είχαν επιλεγεί και έχουν χάσει το ιδεολογικό τους περιεχόμενο. Τα φαινόμενα βεβήλωσης των μνημείων θα μπορούσαν ίσως να ερμηνευτούν ως αποτέλεσμα της έλλειψης καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, και αφετέρου να συνδεθούν με την έλλειψη βαρύτητας που έχουν με την πάροδο του χρόνου αυτά τα γεγονότα.
Συμπεράσματα
Η επιτόπια έρευνα μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Νίκαια παρουσιάζει μια πληθώρα μνημονικών τόπων και μνημείων που αναφέρονται στην Εθνική Αντίσταση. Οι περισσότερες πλάκες τιμής και μνήμης, που έχουν τοποθετηθεί στις συμβολές των οδών, έχουν κοινή επιγραφή ότι τα θύματα εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και σε πολύ λιγότερες αναφέρονται οι ντόπιο συνεργάτες τους. Επίσης, στην περιοχή δεν υπάρχει κανένα μνημείο για τον Εμφύλιο, είναι όλα για την Αντίσταση. Έτσι διαμορφώνεται η μνήμη της Αντίστασης και αποκρύπτεται με έντεχνο τρόπο οποιαδήποτε αναφορά σε τοπικές εμφύλιες συγκρούσεις. Συνεκτικό στοιχείο που επιλέγεται να προβάλλεται για την κατασκευή της συλλογικής μνήμης είναι ο αγώνας της Αντίστασης κατά των Γερμανών.
Το πρώτο δημόσιο γλυπτό είναι το Ηρώο της πόλης που συνδέθηκε με τους τοπικούς αγωνιστές, δηλαδή τα θύματα του Μπλόκου. Άλλωστε η Νίκαια, ως αμιγώς προσφυγικός συνοικισμός (ιδρύθηκε το 1923), δεν έχει τοπικούς αγωνιστές που συνδέονται με τους εθνικούς ήρωες της Επανάστασης. Εντούτοις, ως πόλη με έντονη αντιστασιακή δράση διεκδικεί τους δικούς της αγωνιστές που είναι συνδεδεμένοι με τον θάνατο και την αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Οι Κοκκινιώτες παρουσιάζονται ως μια αδιαίρετη κοινότητα που αντιστεκόταν από κοινού στους Γερμανούς και στους λίγους γνωστούς δωσίλογους. Οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των κατοίκων περνούν στη λήθη. Έτσι με την ανέγερση ενός Ηρώου της πόλης στους πεσόντες του Μπλόκου, μόλις 15 χρόνια μετά την καθιέρωσή της ως ανεξάρτητου Δήμου (1934), επιλέγει την κατασκευή μιας συνεκτικής τοπικής ταυτότητας χωρίς τα μίση του εμφυλίου και διεκδικεί συμβολικά και η ίδια την ιστορική και χωροταξική της αυτονομία στον πολεοδομικό χάρτη Αθηνών-Πειραιώς. Οι κάτοικοι της, με προσφυγική καταγωγή, υπέδειξαν έντονη αντιστασιακή δράση και αφομοιώθηκαν πλήρως στην ελληνική κοινωνία χαρίζοντας στην πόλη εθνική αυθυπαρξία, εκτός από ένα νοσταλγικό αλλά και πολύπαθο προσφυγικό παρελθόν.
Το σύνολο των μνημείων που αναφέρονται στο Μπλόκο είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνα της Μάχης. Εξάλλου, μάχες με τους Γερμανούς έγιναν σε πολλές πόλεις, όμως μπλόκα έχουν να επιδείξουν λιγοστές. Το Μπλόκο της Κοκκινιάς είναι ένα από τα πιο γνωστά ιστορικά γεγονότα της περιόδου. Για αυτό επιλέγεται περισσότερο ως στοιχείο κατασκευής της αντιστασιακής μνήμης. Η πόλη της Νίκαιας με την πληθώρα των μνημονικών τόπων και τη συνεχής ανέγερση νέων διεκδικεί συμβολικά την αναγνώρισή της ως πόλη της Εθνικής Αντίστασης, ανάλογης μνείας με το Βίτσι.
Η πολιτική διαχείριση της μνήμης διαπιστώνεται από την πληθώρα δημόσιων γλυπτών, τόπων μνήμης και επετειακών τελετών που οργανώνουν οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες διεκδικούν με κάθε τρόπο τη μνήμη, εξυπηρετώντας ενίοτε πολιτικές σκοπιμότητες.
Κυριακή Παπαθανασοπούλου, Ιστορικός
– Η Κυριακή Παπαθανασοπούλου είναι Υποψηφία Διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Πολίτικης Επιστήμης και Ιστορίας, με ερευνητικά ενδιαφέροντα πολιτισμικής και τοπικής ιστορίας για τη Νίκαια.
– Την ανακοίνωση της κας Παπαθανασοπούλου Κυριακής, επέβλεψε και επιμελήθηκε η κα Κουλούρη Χριστίνα (Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου).
– Η πρώτη δημοσίευση της ανακοίνωσης έγινε στο halkidona.gr
– Ευχαριστούμε τον κ. Γιώργο Βεράνη για το φωτογραφικό υλικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου