Η διάσωση της μνήμης και της ιστορίας της περιοχής, προτεραιότητα της νέας δημοτικής αρχής για τη διαμόρφωση αντιφασιστικής συνείδησης
Ελένη Κυραμαργιού
Ψαρεύοντας σούρουπο στα λιπάσματα |
Εικόνα πρώτη: Στη διαδρομή από το λιμάνι του Πειραιά προς το Πέραμα οι εικόνες εναλλάσσονται συνεχώς με τη θάλασσα στα αριστερά, να οριοθετεί τις ταυτότητες των γειτονιών και των ανθρώπων τους. Τα τούνελ διαδέχονται τα ερειπωμένα εργοστάσια της Δραπετσώνας, το φουγάρο του σταθμού της Δ.Ε.Η. και την ιχθυόσκαλα στο Κερατσίνι, τα καζάνια του Περάματος. Στο τέλος της διαδρομής η Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη που υπολειτουργεί εδώ και χρόνια. Πλάι σε αυτές τις εικόνες, οι ψηλοί γερανοί του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς και της Cosco –με τα εντυπωσιακά φώτα τους– μετατρέπουν τη νύχτα σε μέρα, θαμπώνουν τους περαστικούς και δημιουργούν την ψευδαίσθηση της ανάπτυξης κρύβοντας τα χαμηλά μεροκάματα και τις σκληρές συνθήκες εργασίας. Εξάλλου όσοι δουλεύουν ακόμα σε αυτές τις γειτονιές θεωρούνται προνομιούχοι.
Εικόνα δεύτερη: Η μακέτα που κουβαλούσαν δύο δημοτικοί υπάλληλοι έξω από το κτίριο του Δημαρχείου Κερατσινίου-Δραπετσώνας την Παρασκευή 29 Αυγούστου ήταν εντυπωσιακή: σε σκούρο γκρι φόντο μια τεράστια φλούο πορτοκαλί διαδρομή προκαλούσε την προσοχή των περαστικών. Ορισμένοι σταμάτησαν για να τη χαζέψουν και αναρωτήθηκαν μεγαλόφωνα τι σημαίνουν όλα αυτά. Οι πιο τολμηροί αναφέρθηκαν σε διαστημικούς σταθμούς και ιπτάμενους δίσκους που προσγειώνονται με τα φώτα τους να λαμπυρίζουν. Γρήγορα, η μακέτα τοποθετήθηκε στο πίσω κάθισμα ενός πολυτελούς αυτοκινήτου και απομακρύνθηκε τερματίζοντας απότομα τα φιλόδοξα σχέδια για «Φόρμουλα 1» στη Δραπετσώνα. «Μετά τη Μόντσα και το Μονακό η Δραπετσώνα» είπε μεγαλόφωνα ένας από τους περαστικούς λίγο πριν αποχωρήσει.
Εικόνα τρίτη: Η εικόνα του Παύλου Φύσσα, του άνεργου μεταλλεργάτη μουσικού που δολοφονήθηκε από τα τάγματα της Χρυσής Αυγής στις 18 Σεπτέμβρη του 2013 στην Παναγή Τσαλδάρη –έναν από τους κεντρικότερους δρόμους του Κερατσινίου– κυριαρχεί στα κανάλια και στις εφημερίδες τον τελευταίο χρόνο. Η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, το Πέραμα απέκτησαν μια ιδιαίτερη θέση στο συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας. Σήμερα με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας, οι γειτονιές της Β΄ Πειραιά βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο της προσοχής. Ποικίλα οδοιπορικά εφημερίδων και καναλιών επιστρέφουν στο Κερατσίνι για να δουν «πώς είναι τα πράγματα». Περπατάνε στην Παναγή Τσαλδάρη και ρωτάνε τους περαστικούς τι έχει αλλάξει τη χρονιά που πέρασε. Η προσμονή που κρύβουν οι ερωτήσεις τους μοιάζει σαν να περιμένουν να ακούσουν πως οι κάτοικοι φοβούνται να βγουν από τα σπίτια τους ή να δουν φασίστες και αντιφασίστες να κυνηγιούνται μέσα στους δρόμους. Το Κερατσίνι δεν έχει μεταμορφωθεί μέσα σε αυτόν τον χρόνο σε στέκι χρυσαυγιτών ή σε προπύργιο του αντιφασισμού. Παραμένει μια εργατική γειτονιά με χιλιάδες ανέργους από τη ζώνη του Περάματος, την οικοδομή και τις μικρές επιχειρήσεις, τις βιοτεχνίες και τα εμπορικά καταστήματα που έκλεισαν.
Το δύσκολο στοίχημα του Άλλου Δρόμου
Πριν δύο εβδομάδες, στις 31 Αυγούστου, ο χώρος του πρώην εργοστασίου της Εταιρίας Λιπασμάτων –αυτός που θα μετέτρεπε τη Δραπετσώνα σε Μονακό– υποδέχτηκε εκατοντάδες πολίτες για την ορκωμοσία του νέου Δημοτικού Συμβουλίου. Οι περισσότεροι είχαν έρθει να δουν τη νέα δημοτική αρχή, η οποία επέλεξε αυτόν τον χώρο για την ορκωμοσία προκειμένου να στείλει μήνυμα στην κυβέρνηση και τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες της περιοχής της ανάπλασης πως «η πόλη μας ξεκινά από δω. Πως ο χώρος αυτός ανήκει στους Κερατσινιώτες και τους Δραπετσωνίτες». Ο Άλλος Δρόμος, με επικεφαλής τον Χρήστο Βρεττάκο, ήταν μία από τις εκπλήξεις των πρόσφατων εκλογών. Όταν συγκροτήσαμε τη δημοτική αυτή κίνηση στα τέλη του 2012 είχαμε δεσμευτεί να υλοποιήσουμε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μετασχηματισμού των όρων της καθημερινής ζωής στις εργατικές γειτονιές του Κερατσινίου και της Δραπετσώνας.
Μετά από είκοσι χρόνια η Αριστερά επέστρεψε στη διοίκηση του Δήμου με στόχο να αποτελέσει όχημα ουσιαστικών τομών στην καθημερινότητα και σημείο αναφοράς για τις πολλές και τους πολλούς που έχουν υλικά συμφέροντα από την αλλαγή της υπάρχουσας πραγματικότητας. Τη Δευτέρα 1η Σεπτεμβρίου αναλάβαμε τα νέα μας καθήκοντα και ήρθαμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα των υπηρεσιών και των τμημάτων του Δήμου. Αμέσως συνειδητοποιήσαμε πως είναι πολύ διαφορετικό να μιλάς και να σκέφτεσαι πως θα αλλάξεις τα πράγματα δίχως να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τα πιεστικά προβλήματα της καθημερινότητας σε έναν εργατικό δήμο. Η διάθεση να αλλάξουμε την καθημερινότητα δημιουργώντας ένα πλέγμα αλληλεγγύης και προστασίας για τους πιο αδύναμους από μόνη της δεν αρκεί. Η παιδεία, η υγεία, οι κοινωνικές παροχές, η ανεργία και η φτώχεια αποτελούν ένα κουβάρι που δεν μπορεί να λυθεί άμεσα ή εύκολα. Η αδυναμία των πολιτών να εξασφαλίσουν τα αναγκαία αγαθά, το κομμένο ρεύμα σε εκατοντάδες νοικοκυριά, οι ανασφάλιστοι πολίτες που μέχρι χτες ήταν εργαζόμενοι στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη ή στην οικοδομή δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά αλλά η κυρίαρχη πραγματικότητα.
Μέσα σε δύο εβδομάδες έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το μέγεθος των προβλημάτων της πόλης είναι τεράστιο. Έχουμε αισθανθεί την αγωνία και την αδυναμία των κατοίκων της πόλης να διαχειριστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Η πολιτική βούληση που υπάρχει πρέπει να μετατραπεί σε πράξη άμεσα και να είναι γρήγορη και αποτελεσματική. Όμως το χάος των υπηρεσιών, η απουσία οποιασδήποτε πραγματικής καταγραφής των προβλημάτων –πόσοι είναι οι άνεργοι της πόλης, πόσα σπίτια δεν έχουν ρεύμα, πόσοι ανασφάλιστοι χρειάζονται περίθαλψη– και κυρίως η ατέλειωτη γραφειοκρατία και τα διοικητικά προσκόμματα περιορίζουν τις δυνατότητες της άμεσης παρέμβασης. Ο Δήμος ως φορέας στην πραγματικότητα ούτε να συνδέσει το ρεύμα μπορεί ούτε έχει τη δυνατότητα να βρει δουλειά στους ανέργους, ούτε καν να προσφέρει περίθαλψη σε όλους όσοι τη χρειάζονται. Η δημιουργία δομών αλληλεγγύης αποτελεί την πρώτη προτεραιότητά μας το αμέσως επόμενο διάστημα. Η ευαισθητοποίηση και η ενημέρωση των πολιτών πρέπει να πραγματοποιηθούν παράλληλα. Στο έδαφος αυτό η Αριστερά χρειάζεται να συνδυάσει την άμεση διαχείριση με την οραματική ενατένιση ενός διαφορετικού μέλλοντος που θα εκτείνεται πέρα από τα όρια της τρέχουσας επικαιρότητας. Δεν πρέπει να χαθεί μέσα στη γραφειοκρατία και να κλειστεί στα γραφεία και τις υπηρεσίες. Οφείλει να είναι στον δρόμο, πλάι στους κατοίκους της κάθε γειτονιάς κάνοντάς τους συμμέτοχους στην προσπάθεια της αλλαγής.
Στη ζοφερή πραγματικότητα των πιεστικών αναγκών και των λίγων εφεδρειών το ζήτημα της αντιμετώπισης του φασισμού κινδυνεύει είτε να γίνει ένα σύνθημα ανάμεσα στα άλλα είτε πεδίο εφαρμογής διαφόρων γενικών συνταγών. Η καθημερινότητα όμως υποδεικνύει την ανάγκη μιας διαφορετικής προσέγγισης: αφενός της ανασυγκρότησης του κοινωνικού ιστού και αφετέρου της ενεργοποίησης των ίδιων των κατοίκων ώστε να δημιουργηθεί ένας αντίπαλος πόλος στη διαβρωτική επίδραση των φασιστικών αντιπολιτικών αντιλήψεων. Η δημόσια ιστορία μπορεί να αποτελέσει μια ψηφίδα αυτής της προσπάθειας. Όχι επειδή ο φασισμός θα καταβαραθρωθεί με μια σχολική τύπου ιστορία «που θα τα λέει σωστά», αλλά επειδή το δημόσιο ενδιαφέρον για την ιστορία μπορεί να αποτελέσει αφετηρία εστιασμένων συλλογικών δράσεων που θα συμβάλουν στην ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού.
Τον Οκτώβριο συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη μάχη της Ηλεκτρικής, της τελευταίας μάχης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στην Αθήνα και τον Πειραιά. Στις δύσκολες δεκαετίες της μετεμφυλιακής πραγματικότητας η Αριστερά –και ορθά– διεκδικούσε τον εορτασμό της επετείου αυτής κόντρα στις πολιτικές «αμνησίας» που είχαν επιβάλει οι αντικομμουνιστικές κυβερνήσεις κ.λπ. Σήμερα, ύστερα από τέσσερις περίπου δεκαετίες θεσμικής αναγνώρισης της μάχης, η επέτειος έχει μετατραπεί σε άλλη μία από τις πολλές δημόσιες τελετές που λένε λίγα σε πολύ λίγους. Ποια μπορεί να είναι μια αριστερή, ριζοσπαστική παρέμβαση του 21ου αιώνα σε αυτό το ζήτημα; Με αφετηρία τη μάχη της Ηλεκτρικής θα επιχειρήσουμε να μετατρέψουμε τους κατοίκους της περιοχής σε συμμέτοχους και συμπαραγωγούς της ιστορικής μνήμης της περιοχής, η οποία εκτείνεται από την προσφυγική εγκατάσταση του 1922 έως τη βιομηχανική εργασία και από την απόδραση των Βούρλων έως τη μάχη της Παράγκας – αυτή που έβαλε τη Δραπετσώνα στο χάρτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η σύσταση ομάδας προφορικής ιστορίας και η μετατροπή της πόλης σε ένα ανοιχτό εργαστήρι ιστορίας όπου τα σχολεία, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και η κάθε συλλογικότητα θα συμμετέχει στη διάσωση της μνήμης και της ιστορίας αποτελούν το πρώτο σκαλοπάτι του εγχειρήματός μας.
Οι δραστηριότητες αυτές φιλοδοξούμε να συνδεθούν με την προσπάθεια επανάχρησης των βιομηχανικών κτιρίων που είναι διάσπαρτα στην περιοχή. Όταν τα αντικρίζει κανείς είναι δύσκολο έως αδύνατο να φανταστεί μια επιστροφή στην εποχή της βαριάς βιομηχανίας με τη συγκεντρωποιημένη εργατική τάξη που τροφοδότησε τη φαντασία και τους οραματισμούς του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα όμως η διαμάχη για το μέλλον αυτών των κτιρίων συμπυκνώνει τον προβληματισμό για το μέλλον της περιοχής: τα κάθε λογής φιλόδοξα αναπτυξιακά σχέδια οραματίζονται μια ναυτιλιακή «πόλη πάνω στο κύμα» αντίστοιχη με το City του Λονδίνου, με πολυώροφους γυάλινους ουρανοξύστες και πολυτελείς διώροφες μονοκατοικίες. Τα σχέδια αυτά προσωρινά υποχώρησαν λόγω της κρίσης, αλλά θα επανέλθουν με το ένδυμα της «μοναδικής ευκαιρίας» για την περιοχή. Η αντίσταση σε αυτούς τους σχεδιασμούς δεν μπορεί να είναι από θέσεις άμυνας. Θα πρέπει αφενός να τονίζει ότι στους οραματισμούς αυτούς οι κάτοικοι της Δραπετσώνας και του Κερατσινίου θα παρέχουν το εργατικό δυναμικό, όπως για δεκαετίες οι «επικίνδυνοι πολίτες» του προσφυγικού περιθωρίου πουλούσαν την εργατική τους δύναμη τροφοδοτώντας τα αναπτυξιακά θαύματα της εποχής, δίχως να έχουν τη δυνατότητα της συμμετοχής στο πάρτι της ανάπτυξης – παρά μόνο να μαζεύουν τα απομεινάρια του. Ταυτόχρονα όμως η αντίσταση θα πρέπει να συνδυαστεί με σχέδιο: ποια μπορεί να είναι μια σύγχρονη αναπτυξιακή πρόταση για τις αποβιομηχανοποιημένες πόλεις; Το ερώτημα αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τους δήμους της Β΄ Πειραιά. Είναι το ερώτημα πάνω στο οποίο θα δοθεί το στοίχημα μιας εναλλακτικής, και ταυτόχρονα πειστικής, απάντησης στο σημερινό κυρίαρχο –και μέχρι τώρα νικηφόρο– δρόμο της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Ελένη ΚυραμαργιούΗ Ελένη Κυραμαργιού είναι ιστορικός και εκπονεί διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με θέμα την κοινωνική ιστορία του εργατικού και προσφυγικού συνοικισμού της Δραπετσώνας από το 1922 έως το 1967. Έχει εργαστεί στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών σε ερευνητικά προγράμματα για την ιστορία των οικισμών και την ιστορία του Τύπου. Το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Ευρετήριο του ∆ημοτικού Αρχείου ∆ραπετσώνας, 1951-1980 από τον Δήμο Δραπετσώνας και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού λεύγα. Συμμετέχει σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα υπεράσπισης των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων καθώς και στο αντιρατσιστικό κίνημα. Από την πρώτη Σεπτέμβρη είναι δημοτική σύμβουλος στο Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας.
Αναδημοσιεύουμε απο την ιστοσελίδα :http://www.chronosmag.eu/index.php/g-ps-p-eps.html