Δημόσιο Έλλειμμα
Υπολογίζεται σε ετήσια βάση και είναι η διαφορά των εσόδων του κράτους (από φόρους, δημόσιες επιχειρήσεις, εμβάσματα κλπ) από το σύνολο των εξόδων συμπεριλαμβανομένων των τόκων για την εξυπηρέτηση των δανείων. Το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος προέρχεται από την εξυπηρέτηση (τοκοχρεολύσια) του δημόσιου δανεισμού. Το έλλειμμα του 2010 ύψους 10,5% του ΑΕΠ αποτελείται κατά το 6,6% του ΑΕΠ για την πληρωμή τα τοκοχρεολυσίων και το υπόλοιπο 3,9% για τις υπόλοιπες δημόσιες ανάγκες (μισθοί, υγεία, παιδεία κλπ). Το δημόσιο έλλειμμα «δικαιολογείται» ως προϊόν της καθυστέρησης που παρουσιάζει η είσπραξη των δημόσιων εσόδων συγκριτικά με την αμεσότητα που απαιτείται για να καλυφθούν οι δαπάνες. Αντιμετωπίζεται με βραχυχρόνιο δανεισμό, δηλαδή με δάνεια μικρής διάρκειας, που το κόστος τους επιμερίζεται άμεσα σε βάρος των πολιτών.
Χρέος
Το δημόσιο χρέος είναι το σύνολο των δανείων του δημοσίου στο τέλος κάθε χρόνου. Δημιουργείται από το δημόσιο δανεισμό, που συνιστά ένα μέσο (μαζί με τους φόρους κ.α.) χρηματοδότησης των δημόσιων δαπανών. Διακρίνεται σε χρέος της γενικής κυβέρνησης (κεντρική κυβέρνηση, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κλπ) και σε ευρύτερο δημόσιο χρέος όπου περιλαμβάνονται και οι δημόσιες επιχειρήσεις. Ανάλογα με την προέλευση του το χρέος διακρίνεται σε εσωτερικό και εξωτερικό. Όσο αφορά το χρονική διάρκεια λήξης των δανείων διακρίνεται σε βραχυπρόθεσμα δάνεια (με λήξη 1 έτους) μεσοπρόθεσμα (ως 10 χρόνια) και μακροπρόθεσμα (πάνω από 10 χρόνια). Το δημόσιο χρέος μιας χώρας αποτελεί αντικείμενο τεράστιας κερδοσκοπίας από την πλευρά μεγάλων ιδιωτικών κεφαλαίων, τραπεζών και χρηματοπιστωτικών μονοπωλίων και κρατών. Έτσι μέσω της «χρεομηχανής» ο αρχικός δανεισμός μιας χώρας μετατρέπεται σε πραγματικό βρόγχο.
Το δημόσιο χρέος της χώρας, πάνω από το 90%, είναι συσσωρευμένοι τόκοι πάνω σε κεφαλαιοποιημένους τόκους παλιότερων δανείων. Με άλλα λόγια το χρέος της χώρας έχει δημιουργηθεί κατά κύριο λόγο πληρώνοντας πανωτόκια πάνω σε πανωτόκια. Ακόμη κι αν τα αρχικά δάνεια – που έτσι ή αλλιώς έχουν ξεπληρωθεί δεκάδες φορές έως σήμερα – ήταν «δίκαια», τώρα επιβάλλεται το ξεπούλημα της χώρας και του λαού για να πληρωθούν πανωτόκια.
Την τελευταία δεκαετία το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε συνολικά σε εξυπηρέτηση δανείων πάνω από 450 δις και δανείστηκε εκ νέου σχεδόν 486 δις. Απ’ αυτόν τον νέο δανεισμό μόλις το 3,1% πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όλα τα υπόλοιπα πήγαν στην αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους.
Ομόλογο
Πρόκειται για τον πιο αξιόπιστο τίτλο, χρεόγραφο, που χρησιμεύει στον εκδότη του για τη συγκέντρωση δανεικών από επενδυτές. Ομόλογα εκδίδουν μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, δημόσιοι οργανισμοί και κυβερνήσεις, με μεγάλη διακίνηση παγκοσμίως. Ένα τυπικό ομόλογο αποκτάται από έναν επενδυτή που καταβάλλει την ονομαστική του αξία και εισπράττει περιοδικά το κουπόνι (τόκος). Στη λήξη του ομολόγου παίρνει πίσω και το κεφάλαιο που έδωσε. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές ομολόγων, πολλά δεν πληρώνουν τοκομερίδια, αλλά πωλούνται με έκπτωση από την ονομαστική τους αξία κλπ.
Κάθε ομόλογο όταν εκδίδεται έχει μια ονομαστική τιμή (π.χ. 100), που αντιπροσωπεύει τα χρήματα που πήρε ο δανειζόμενος, ενώ το κουπόνι (π.χ. 5%) τον τόκο που θα εισπράττει ο δανειστής. Από τη στιγμή που βγαίνει στη δευτερογενή αγορά για να ρευστοποιηθεί πριν τη λήξη του η τιμή ανεβαίνει ή κατεβαίνει. Έτσι μεταβάλλεται και η απόδοση για τον επενδυτή που θα το αγοράσει μετά την έκδοσή του. Αν προστεθεί και ο τόκος (κουπόνι), η απόδοσή του είναι μεγαλύτερη από 5%. Γι' αυτό όσο πέφτει η τιμή ανεβαίνει η απόδοση και το ανάποδο.
Δευτερογενής αγορά
Είναι ένα δίκτυο ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων, όπου γίνονται άμεσες συναλλαγές:
(1) μεταξύ επενδυτών για εισηγμένες μετοχές,
(2) μεταξύ τραπεζών και επενδυτών σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου χωρίς τη διαμεσολάβηση κρατικών φορέων ή του χρηματιστηρίου,
(3) για μετοχές που δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Ειδικότερα στη δευτερογενή αγορά ομολόγων ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει και να πουλήσει ένα ομόλογο πριν από τη λήξη του. Η δευτερογενής αγορά ελέγχεται ασφυκτικά από «μεγάλους θεσμικούς παίχτες» που είναι σε θέση να ρυθμίσουν βίαια τις τιμές των ομολόγων
Spread (διαφορά επιτοκίων)
Στην τρέχουσα δημοσιονομική κρίση χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που πληρώνει για να δανειστεί μέσω ομολόγων ένα κράτος σε σχέση με το επιτόκιο που πληρώνει το αντίστοιχο γερμανικό για τις δικές του εκδόσεις.
Το γερμανικό επιτόκιο δανεισμού θεωρείται σημείο αναφοράς και σύγκρισης για όλες τις λοιπές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δανείζονται, λόγω της οικονομικής ισχύος και της κυρίαρχης θέσης που κατέχει η χώρα στην ευρωζώνη. Το spread γνωρίζει σημαντικές ημερήσιες διακυμάνσεις, καθώς οι τιμές των ομολόγων τελούν υπό διαπραγμάτευση στις διεθνείς αγορές όπως και οι μετοχές.
CDS (από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων credit default swaps)
Πρόκειται για ασφάλιση σε περίπτωσης μη αποπληρωμής ενός χρέους. Μια τράπεζα π.χ. που αγοράζει ομόλογα ενός κράτους ασφαλίζει το ποσό που έδωσε σε μια άλλη τράπεζα, η οποία είναι υποχρεωμένη να της δώσει αυτή τα λεφτά της, αν το κράτος χρεοκοπήσει και βρεθεί σε αδυναμία να εξοφλήσει τα ομόλογά του όταν λήξουν ή να πληρώσει ενδιαμέσως τους τόκους.
Όσο πιο επισφαλής είναι η οικονομική κατάσταση μιας χώρας τόσο υψηλότερα ασφάλιστρα θα απαιτήσει η τράπεζα που ασφαλίζει το χρέος. Στην πραγματικότητα με τη χρήση των CDS οι μεγάλες τράπεζες, αλλά και επενδυτικά κεφάλαια, κερδίζουν τεράστια ποσά ποντάροντας (ή και οδηγώντας με τις κινήσεις τους) ολόκληρες χώρες στην χρεοκοπία.
Να σημειωθεί ότι τρεις και μόνο τραπεζικοί κολοσσοί, η γερμανική Ντόιτσε Μπανκ και οι αμερικανικές Γκόλντμαν Ζαξ και Τζ. Π. Μόργκαν ελέγχουν τον 75% της παγκόσμιας αγοράς των CDS.
Διεθνείς οίκοι αξιολόγησης
Είναι οι «μαέστροι» της κερδοσκοπίας των αγορών με τις αξιολογήσεις και τις υποβαθμίσεις των υπερχρεωμένων κρατών και τραπεζών που κάνουν στην τρέχουσα συγκυρία. Ουσιαστικά πρόκειται για τα εξειδικευμένα πρακτορεία ή οργανισμούς (βασικά οι αμερικανικές Moody's, Fitch και Standard & Poor's) που εκτιμούν σε τακτά χρονικά διαστήματα την πιστοληπτική ικανότητα (δηλαδή το μέγιστο χρέος που μπορεί να αναλάβει κάποιος με ασφάλεια και πόσο κοντά βρίσκεται στο όριο αυτό) και την αξιοπιστία μιας μεγάλης επιχείρησης, τράπεζας, δημόσιου οργανισμού και κράτους. Οι οίκοι αυτοί, με τις «αξιολογήσεις» του βασισμένες σε ιδιαίτερα οικονομικά συμφέροντα που εξυπηρετούν, έπαιξαν ρόλο στην εκδήλωση και την ένταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Βαθμολογία ομολόγων
Πρόκειται για την αξιολόγηση της δανειοληπτικής αξιοπιστίας ενός φορέα (εταιρείας, δημόσιου οργανισμού, κυβέρνησης) που έχει εκδώσει ομολογιακούς τίτλους. Κρίνει δηλαδή το κατά πόσον ο δανειζόμενος (κράτος ή εταιρεία) είναι φερέγγυος και θα επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε. Για παράδειγμα, ο πλέον ασφαλής είναι αυτός που παίρνει βαθμολογία «ΑΑΑ», αυτός που έχει «ΒΒΒ» είναι λιγότερο αξιόπιστος κλπ. Από τη βαθμολογία ενός οίκου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το επιτόκιο που θα πληρώσει ο επενδυτής. Η δε αναβάθμιση ή υποβάθμιση από έναν οίκο επηρεάζει λίγο-πολύ και τη βαθμολογία των υπόλοιπων οίκων αξιολόγησης.
Σορτάρισμα
Η πλέον γνώριμη και προσφιλής στους κερδοσκόπους τακτική είναι το σορτάρισμα. Οι επενδυτές που σορτάρουν μια μετοχή, έναν μετοχικό δείκτη ή ένα μελλοντικό συμβόλαιο ουσιαστικά πωλούν τίτλους οι οποίοι δεν βρίσκονται στην κατοχή τους, αναλαμβάνοντας, όμως, την υποχρέωση αγοράς της σε κάποια μελλοντική στιγμή για να «καλύψουν» την πώληση. Ο επενδυτής-χρηματιστής δανείζεται τις μετοχές που θέλει να πουλήσει, καταβάλλοντας κάποια χρηματική εγγύηση για να τις παρουσιάσει κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της πράξης. Συνήθως προβαίνει στην ακάλυπτη αυτή πώληση με την προσδοκία ότι η αξία των μετοχών θα υποχωρήσει, οπότε η αντισταθμιστική μεταγενέστερη αγορά τους, την οποία είναι υποχρεωμένος να κάνει για να καλύψει το άνοιγμά του και να τις επιστρέψει σε όποιον του τις δάνεισε, θα γίνει με την πραγματοποίηση κέρδους.
Primary dealers
Είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία ως κύριοι διαπραγματευτές στην αγορά ομολόγων φροντίζουν για τη διαρκή τόνωση της δραστηριότητάς της, αναλαμβάνοντας ορισμένες υποχρεώσεις έναντι του εκδότη των τίτλων, που είναι το Δημόσιο, με αντιστάθμισμα την εξασφάλιση ορισμένων προνομίων από αυτό. Κυριότερη υποχρέωση τους είναι να έχουν μια συνεχή παρουσία και δραστηριότητα στην αγορά, προσφέροντας πάντα μια τιμή αγοράς και μια τιμή πώλησης. Το βασικό προνόμιο που εξασφαλίζουν από το Δημόσιο για τις υπηρεσίες αυτές είναι να μπορούν να αγοράζουν κάθε φορά μετά το τέλος της δημοπρασίας των νέων του ομολογιακών τίτλων μέχρι ένα μέγιστο προκαθορισμένο ποσοστό (συνήθως 30%) επί του συνολικού όγκου της έκδοσης προσφέροντας μια τιμή μη ανταγωνιστική. Αυτός ο συνολικός όγκος των σε χαμηλότερη τιμή προσφερόμενων τίτλων του Δημοσίου κατανέμεται ανάμεσα στους primary dealers αναλόγως της συμμετοχής τους στην αγορά.
Ευρωομόλογο
Είναι ένα ομόλογο που θα καλύπτει όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Δεν θα εκδίδεται από κάθε χώρα-μέλος ξεχωριστά με το ιδιαίτερο κόστος δανεισμού που τη χαρακτηρίζει. Με το ευρωομόλογο ουσιαστικά εξισώνεται το κόστος δανεισμού για όλες τις χώρες-μέλη (αφού θεωρητικά θα έχει την εγγύηση ισχυρών κρατών όπως η Γερμανία). Αυτό αποτρέπει τις κερδοσκοπικές επιθέσεις στις πλέον αδύνατες χώρες. Οι γερμανοί υποστηρίζουν ότι αυτό σημαίνει πως θα αυξηθεί το κόστος δανεισμού για τις ισχυρές χώρες-μέλη και θα απαλλάξει τις ασθενείς χώρες από την υποχρέωση να νοικοκυρέψουν τα δημόσια οικονομικά. Το ευρωομόλογο είναι αντίθετο με την λογική του Σύμφωνο Σταθερότητας που επιβάλλεται σήμερα από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο και επιβάλλει η κάθε χώρα να εφαρμόσει πιστά, εισάγοντας με μορφή νόμου ή ακόμα και στο σύνταγμα κάθε χώρας μέλους, ορισμένα αυστηρά δημοσιονομικά κριτήρια όπως το δημόσιο έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, το εθνικό δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Τα κριτήρια αυτά θα επιβλέπονται από τις Βρυξέλλες που θα έχει και το τελικό λόγο όχι μόνο στην νομισματική πολιτική αλλά στο σύνολο της δημοσιονομικής πολιτικής κάθε χώρας μέλους.
Ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Πριν από περίπου δυο χρόνια (Ιούνιος 2009), όταν η ξέσπασε κρίση, οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν η μια την άλλη στην διατραπεζική αγορά, γιατί φοβούνταν ότι θα υπάρξουν πτωχεύσεις και θα χάσουν τα χρήματά τους. Γι' αυτό παρενέβη η ΕΚΤ και άρχισε αυτή να δανείζει τις τράπεζες με χαμηλό επιτόκιο και εγγύηση κρατικά χρεόγραφα ή τιτλοποιημένα χρεόγραφα που έχουν πιστοληπτική διαβάθμιση κάποιου επιπέδου και πάνω (ΒΒΒ -ή καλύτερη). Η ΕΚΤ δίνει επίσης ρευστότητα στις τράπεζες για διαστήματα μιας εβδομάδας, δύο εβδομάδων, ενός μηνός, τριών μηνών, 6 μηνών και μέχρι πρόσφατα 12 μηνών με την προσκόμιση ενέχυρου. Σταδιακά οι διευκολύνσεις αυτές θα περιοριστούν ήδη γίνεται λόγος για αύξηση των επιτοκίων δανεισμού για το ευρώ . Αυτό είναι πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες που έκαναν μεγάλη χρήση των διευκολύνσεων της ΕΚΤ και τώρα πρέπει να επιστρέψουν σταδιακά τα χρήματα που πήραν και να βγουν στις διεθνείς αγορές να δανειστούν.
Επιτροπή λογιστικού ελέγχου
Είναι μια διεθνής επιτροπή ελέγχου του δημόσιου χρέους που με την συγκατάθεση οφειλέτη και πιστωτή διερευνά και αποφασίζει ποιο μέρος του χρέους είναι «δίκαιο» για να πληρωθεί από τη χώρα που χρωστά. Αυτή η επιτροπή έχει το καθεστώς ενός ιδιότυπου δικαστηρίου της Χάγης. Οι αποφάσεις του μπορεί να μην είναι δεσμευτικές, αλλά μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά σε βάρος ενός λαού που διεκδικεί την παραγραφή, ακύρωση του χρέους, μεγαλύτερο από αυτό που η επιτροπή θα κρίνει ως «άδικο».
Απεχθές και άδικο χρέος
Με πρόταση που έγινε στον ΟΗΕ (Απρίλιος του 2010) θεωρείται ως «απεχθές χρέος» όχι μόνο εκείνο που είναι προϊόν ύποπτης συναλλαγής («άδικο χρέος»), αλλά κάθε χρέος που για να πληρωθεί οδηγεί στην καταστρατήγηση, παραβίαση, ή και κατάργηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όταν λοιπόν μια χώρα αναγκάζεται να συνθλίψει τη δουλειά και τα εισοδήματα του λαού της, να περικόψει δραστικά δημόσιες και κοινωνικές παροχές και να ξεπουλήσει την περιουσία της προκειμένου να πληρώσει τους δανειστές της, τότε το χρέος της θεωρείται «απεχθές» και οφείλει να αρνηθεί την πληρωμή του. Η πρόταση αυτή έγινε δεχτή κατά πλειοψηφία από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2010. Η έννοια του «απεχθούς χρέους» είναι ευρύτερη από εκείνη του «άδικου χρέους» και αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ ομάδων οικονομολόγων και πρωτοβουλιών.
Ελεγχόμενη πτώχευση.
Ελεγχόμενη πτώχευση είναι η ολοκληρωτική πτώχευση για την χώρα που την υφίσταται και ελεγχόμενη πτώχευση για όσους (επενδυτές ή χώρες) κρατούν στα χέρια τα δάνεια της χώρας και κυρίως για τις τράπεζες και τους τοκογλύφους των αγορών. Αυτοί είναι που βάζουν τους όρους αποπληρωμής του χρέους. Βασικό χαρακτηριστικό του σχεδίου της ελεγχόμενης πτώχευσης είναι αναδιάρθρωση του χρέους (επιμήκυνση της αποπληρωμής του με αλλαγή του επιτοκίου) με «κούρεμα» ή χωρίς.
Αναδιάρθρωση του χρέους
Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι μια διαδικασία σύμφυτη με την επίσημη πτώχευση της χώρας. Μόνο που γίνεται με όρους αγοράς και υπό διεθνή επιτήρηση, προκειμένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις της στο εξωτερικό.
Όταν ένα κράτος βρίσκεται σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους του, τότε οι δανειστές του επιχειρούν να προωθήσουν ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης ή ανάταξης που συνήθως περιλαμβάνει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
1.Την έκδοση νέων ομολόγων, ή άλλων αξιών που αντικαθιστούν μέρος ή το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους και επιτρέπουν την επιμήκυνση της μέσης διάρκειας αποπληρωμής του δημόσιου χρέους.
2.Την μερική ή ολική αναστολή της πληρωμής τόκων ή χρεολυσίων για ένα διάστημα προκειμένου το κράτος να ολοκληρώσει την διαδικασία αναδιάρθρωσης.
3.Την εισαγωγή ειδικών ρητρών στις νέες εκδόσεις ομολόγων που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αλλάξουν στο μέλλον οι όροι πληρωμής τους, αλλά και τις προβλεπόμενες εγγυήσεις ή αποζημιώσεις των κατόχων τους σε περίπτωση αδυναμίας εξόφλησης.
4.Παροχή πρόσθετης ρευστότητας για την αποφυγή της μονομερούς παύσης πληρωμών, είτε μέσω των χρηματοδοτικών προγραμμάτων του ΔΝΤ, είτε με την έκδοση ειδικών ομολόγων στην διεθνή αγορά κεφαλαίων. Το ρόλο αυτό υποτίθεται ότι καλείται να παίξει το Ταμείο Σταθερότητας της ΕΕ, που ιδρύθηκε αρχικά για 3 χρόνια, και τώρα σχεδιάζεται να μετατραπεί σε μόνιμο μηχανισμό της ευρωζώνης που με την συμμετοχή ιδιωτών να αναλαμβάνει τις υπό πτώχευση χώρες.
Αναδιαπραγμάτευση του χρέους
Αναδιαπραγμάτευση του χρέους γίνεται όταν μια χώρα δηλώσει επί- σημα ότι αδυνατεί να πληρώσει του δανειστές της και προχωρά σε πτώχευση. Προηγείται ένας κύκλος διαπραγματεύσεων με τους δα- νειστές που κρατούν στα χέρια τους τα δάνεια της χώρας (ομόλογα κλπ). Συνήθως οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκινούν πριν καν η χώρα δηλώσει επίσημα πτώχευση και προχωρήσει σε στάση πληρωμών. Η Ελληνική κυβέρνηση χει προσλάβει ξένους διαμεσολαβητές, όπως την εταιρεία Lazard, που ειδικεύονται στην αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους
Από το 1970 μέχρι σήμερα, έχουν προσφύγει στην αναδιαπραγμάτευ- ση του χρέους 40 χώρες