Προσχέδιο νόμου για τα ΑΕΙ; Όχι ευχαριστώ

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
Μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου


1. Εισαγωγή
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ανώτατη Παιδεία σίγουρα δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία αλλά ένα αποτέλεσμα μιας δρομολογηθείσας διαδικασίας. Ο σκοπός από την αρχή της ήταν σαφής: η υπονόμευση της ιδέας της δημόσιας παιδείας. Έτσι από τους εκάστοτε κρατούντες, με την αρωγή των ΜΜΕ, δημιουργήθηκε η καρικατούρα μιας ανίατης δημόσιας ανώτατης παιδείας η οποία χρειάζεται ολιστικές τομές για να μπορέσει να «ιαθεί». Και οι τομές αυτές δεν μπορούν παρά να αποσκοπούν στην σχεδόν πλήρη αντικατάστασή της από μία ουσιαστικά ιδιωτικοποιημένη «δημόσια» εκπαίδευση. Για τους κυβερνώντες οι πολυπόθητοι στόχοι της «αριστείας» δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο εάν το δημόσιο πανεπιστήμιο πάψει να είναι δημόσιο. Κατά συνέπεια τα ΑΕΙ θα πρέπει είτε να ιδιωτικοποιηθούν, είτε να καταργηθούν. Σε μία εποχή κυριαρχίας ακραίων νεοφιλελεύθερων λύσεων έπρεπε και η ανώτατη παιδεία να ιδιωτικοποιηθεί, μόνο που αυτό δεν μπορούσε να γίνει μέσω της άμεσης πώλησής της σε ιδιώτες . Ήταν ανάγκη να βρεθεί ένας άλλος τρόπος που ήταν η σύνδεσή της με το επιχειρείν. Έτσι ως εμπορευματοποιημένη η παιδεία θα αναδειχθεί σε μια ακόμα καπιταλιστική υπηρεσία όπως οι άλλες και θα οργανωθεί πάνω στη βάση της λειτουργίας της αγοράς.

Η δική μας θέση είναι ότι το γεγονός πως υπάρχουν πράγματι δυσλειτουργίες στα ελληνικά ΑΕΙ, όπως άλλωστε και σε όλες τις πλευρές τις ελληνικής κοινωνίας, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική κατάργησή της όπως δεν μπορούμε να διανοηθούμε και την κατάργηση της ελληνικής κοινωνίας λόγω των χρόνιων στοιχείων παθογένειάς της!

Το συγκεκριμένο προσχέδιο νόμου χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιδραστικών τομών: μετατροπή των δημόσιων πανεπιστημίων σε οικονομικά προσοδοφόρους επιχειρηματικούς θεσμούς όπου όπως άλλοι αντίστοιχοι θεσμοί θα πιστοποιούνται συνεχώς για να αποδεικνύουν προς τη δυνάμει πελατεία τους το υψηλών επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Για να επιτευχθεί αυτό επιχειρείται η αποδυνάμωση των αυτοδιοικητικών στοιχείων των ΑΕΙ, η μετατόπιση της εξουσίας προς θεσμούς μη δημοκρατικά εκλεγμένους (Συμβούλιο, Πρύτανης, Κοσμητείες/ Κοσμήτορες, Ιδιωτική Ανώνυμος Εταιρεία του Πανεπιστημίου, ΑΔΙΠ), η εντατικοποίηση των σπουδών και πάνω από όλα η σύνδεση του πανεπιστημίου με το επιχειρηματικό πνεύμα.

Ας τα πάρουμε όλα αυτά με τη σειρά.

2) Η δημιουργία του Συμβούλιου διοίκησης και οι νέες αρμοδιότητες του Πρύτανη
Σύμφωνα με το προσχέδιο νόμου δημιουργείται «Συμβούλιο Διοίκησης», στο οποίο θα συμμετέχουν και κοινωνικοί φορείς εξωτερικοί προς τα πανεπιστήμια. Συγκεκριμένα αποτελείται από 15 μέλη, επτά εκ των οποίων θα είναι πρωτοβάθμιοι καθηγητές του Ιδρύματος, άλλοι επτά θα είναι «διαπρεπείς προσωπικότητες» που θα προέρχονται από χώρους εκτός του ΑΕΙ , ενώ θα υπάρχει και ένας αντιπρόσωπος των φοιτητών. Το Συμβούλιο συγκεντρώνει αρμοδιότητες α) επιτελικές όπως η στρατηγική και η ερευνητική πολιτική του ιδρύματος, β) διοικητικές όπως η εποπτεία του ιδρύματος γ) οικονομικές όπως η κατάρτιση προυπολογισμού και δ) κανονιστικές όπως η κατάρτιση του Οργανισμού του ιδρύματος και η έγκριση του εσωτερικού του κανονισμού.

Σε ό,τι αφορά τα 7 εκλεγμένα μέλη του Συμβουλίου που θα προέρχονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα του οικείου ιδρύματος υπάρχει ο κίνδυνος να αποτελούν αμιγώς μέλη του πιο πολυάριθμού Τμήματος ή της μεγαλύτερης Σχολής (ας σκεφτούμε μόνο το μέγεθος της Ιατρικής σε κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα). Ταυτόχρονα τα 7 αυτά μέλη θα πρέπει να έχουν διοικητική εμπειρία στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα. Δηλαδή ή θα πρέπει να έχουν καλές σχέσεις με τα κόμματα εξουσίας (πώς αλλιώς θα αποκτήσουν διοικητική εμπειρία;) ή θα πρέπει να έχουν αποτελέσει στελέχη του ιδιωτικού τομέα ώστε να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις σε αυτή τη νέα ιδιωτική επιχείρηση που δημιουργείται!

Από εκεί και πέρα προβλέπονται 7 μέλη που θα προέρχονται εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας (πολιτευτές, κληρικοί, επιχειρηματίες, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ). Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση της συνταγματικής πρόβλεψης για αυτοδιοίκηση του πανεπιστημίου και για τη δημιουργία ενός συστήματος ετεροδιοίκησης. Είναι δε χαρακτηριστικό πως η θητεία των μελών αυτών μπορεί να φτάνει τις δύο τετραετίες (δηλαδή τα 8 χρόνια) με σαφή το κίνδυνο παγίωσης σχέσης συναλλαγής και αυταρχισμού. Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να παγιωθεί μια επιχειρηματική αντίληψη για τη διοίκηση των πανεπιστημίων, εφόσον με το πρόσχημα της «συμμετοχής της κοινωνίας» και της απόδοσης «κοινωνικής λογοδοσίας» επιδιώκεται πρωτίστως η παρουσία εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου μέσα στη διοίκηση των ΑΕΙ- γεγονός που δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους συναλλαγής και ελέγχου με ξένα προς το Πανεπιστήμιο κέντρα εξουσίας.

Από την άλλη αναβαθμίζεται κατακόρυφα η εξουσία του Πρύτανη ο οποίος συγκεντρώνει ένα μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων ενώ η Σύγκλητος, το ανώτερο όργανο μέχρι σήμερα πανεπιστημιακής διοίκησης υποβαθμίζεται δραστικά σε απλό πάροχο γνώμης. Συγκεκριμένα ο Πρύτανης θα παίρνει τις κυριότερες αποφάσεις, θα λογοδοτεί στο Συμβούλιο και η Σύγκλητος θα εκφράζει απλώς τη γνώμη της. Ο Πρύτανης έχει δικαίωμα εκλογής για δύο συνεχόμενες τετραετείς θητείες, εκλέγεται από το Συμβούλιο ύστερα από εισήγηση τριμελούς επιτροπής που ορίζεται από αυτό, η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έχει λόγο σε όλα αυτά, ενώ μπορεί να είναι και αλλοδαπός! Ταυτόχρονα έχει το δικαίωμα για την κατανομή και την ανακατανομή των θέσεων των Καθηγητών χωρίς κανένα περιορισμό! Η νέα λειτουργία τού Πρύτανη θυμίζει πιο πολύ γενικό διευθυντή επιχείρησης που έχει να απολογηθεί μόνο στο ΔΣ των μετόχων που τον όρισε. Σε αυτό το πλαίσιο τού δίνεται το δικαίωμα του διορισμού (και εκλογής) αριθμό αναπληρωτών πρυτάνεων, ύστερα από έγκριση του Συμβουλίου (Σα να είναι ένας μικρός Πρωθυπουργός που διορίζει του Υπουργούς του!). Ταυτόχρονα αυτός, μόνος του, «μπορεί να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων, όταν τα αρμόδια όργανα διοίκησης του ιδρύματος, πλην του Συμβουλίου, αδυνατούν να λειτουργήσουν και να λάβουν αποφάσεις» (άρθρο 8, παράγραφος 17 εδάφιο ιβ).

Αυτό σημαίνει πως όταν κρίνεται (από ποιον άραγε;) πως δε λειτουργούν τα ακαδημαϊκά όργανα ο Πρύτανης περιβάλλεται με ένα status μονοκρατορίας

Σε επίπεδο λειτουργίας θεσπίζεται ο Οργανισμός που στην ουσία αποτελεί ένα «παρασύνταγμα» μέσα σε κάθε ίδρυμα αφού ορίζει πλήρως τη λειτουργία του Πανεπιστημίου επιχειρώντας να επιβάλει τη συμμόρφωση του με την επιχειρηματική λογική . Και δε φτάνει, απ’ ότι φαίνεται η έγκριση του Οργανισμού, αλλά θα υπάρχει περαιτέρω εξειδίκευση του βασικού του πλαισίου μέσω της κατάρτισης Εσωτερικού Κανονισμού, τον οποίο (πάλι) εισηγείται ο Πρύτανης, εκφράζει τη γνώμη της η Σύγκλητος και αποφασίζει το Συμβούλιο

3) Η οργάνωση των προπτυχιακών Σπουδών
Το βασικό χαρακτηριστικό είναι πως ανατρέπεται πλήρως η έννοια του Τμήματος και του πτυχίου που αυτό χορηγούσε, καθώς βασική ακαδημαϊκή μονάδα θα είναι η Σχολή και αυτή θα απονέμει τα πτυχία. Βασικό αποφασιστικό όργανο της Σχολής παύει να είναι η Συνέλευσή της και αναγορεύεται η Κοσμητεία η οποία αναλαμβάνει πολύ αποφασιστικές αρμοδιότητες πολλές από τις οποίες μέχρι τώρα ανήκαν στα Τμήματα: προγραμματισμός θέσεων καθηγητών, ορισμός επιτροπών κρίσης Καθηγητών, αξιολόγηση του διδακτικού έργου, έγκριση προγραμμάτων σπουδών από επιτροπές τις οποίες συγκροτεί η Κοσμητεία. Ο δε Κοσμήτορας δεν εκλέγεται από την ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά επιλέγεται από το Συμβούλιο του Ιδρύματος και μπορεί να είναι μόνο πρώτης βαθμίδας. Ουσιαστικά δηλαδή δημιουργείται μια μετάθεση αρμοδιοτήτων από το Τμήμα προς την Κοσμητεία και μια υπερενίσχυση της εξουσίας του Κοσμήτορα ενώ παύει και η λειτουργία των τομέων.

Η δική μας προσέγγιση είναι πως αντίληψη των προγραμμάτων σπουδών ως ενοτήτων εντός μιας Σχολής ενισχύει τις τάσεις εξατομίκευσης των σπουδών και την υποκατάσταση του πτυχίου από έναν ατομικό φάκελο προσόντων. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποιείται η μετάβαση στα εξατομικευμένα πτυχία και επιτυγχάνεται η πλήρης κατάργηση της έννοιας του ενιαίου πτυχίου. Από τη στιγμή που θα είναι η Σχολή και όχι το τμήμα (πρόγραμμα σπουδών με τη νέα ορολογία) που θα απονέμει πτυχία δημιουργούνται εύγλωττα ερωτήματα γιατί τι είδους πτυχίου θα είναι αυτά. Πχ από την Σχολή Υγείας θα βγαίνει κανείς Γιατρός, Οδοντίατρος ή Κτηνίατρος; Από τη ΝΟΠΕ θα βγαίνει νομικός, οικονομολόγος ή πολιτικός επιστήμονας;

Επιπλέον, τα προγράμματα σπουδών όλο και περισσότερο θα καθορίζονται με κριτήρια ανταπόκρισης στις ανάγκες της «αγοράς», εφόσον κάθε πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να πιστοποιείται από εξωτερικούς φορείς. Με αυτό τον τρόπο η Ανώτατη Αρχή Αξιολόγησης (ΑΔΙΠ- βλ. παρακ) μετατρέπεται σε παντοδύναμο όργανο και όλα τα προγράμματα σπουδών θα είναι εξαρτημένα για τη συνέχισή τους από τις θετικές αξιολογήσεις της- από τις οποίες θα εξαρτάται και μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης. Έτσι η Πολιτεία απεμπλέκεται από το άγος, που στην πραγματικότητα είναι συνταγματική της υποχρέωση, για την χρηματοδότηση των ΑΕΙ και σχεδόν όλα περνούν στις αρμοδιότητες της ΑΔΙΠ (βλ. παρακ). Με αυτό τον τρόπο η χρηματοδότηση των ΑΕΙ γίνεται αντιληπτή όχι ως συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας αλλά ως επιβράβευση μερικών από αυτά για την επίτευξη ορισμένων μετρήσιμων στόχων .

Επιπρόσθετα το ενιαίο πτυχίο δέχεται κι άλλα πλήγματα όπως είναι η εισαγωγή των πιστωτικών μονάδων, η δυνατότητα παροχής πτυχίων σε τρία, ακόμα και σε δύο χρόνια ! Η δε έμφαση στα τριετή προγράμματα οδηγεί σε ταυτόχρονη υποβάθμιση της ικανότητας άσκησης του επαγγέλματος και βλάπτει το δημόσιο συμφέρον.

Για τους φοιτητές προβλέπεται ο διαχωρισμός τους σε τρεις κατηγορίες α) ενεργούς φοιτητές (όσοι δεν έχουν υπερβεί τα μίνιμουμ χρόνια απόκτησης του πτυχίου συν δύο έτη) β) τους μερικής φοίτησης (όσοι επιλέγουν να κάνουν τις σπουδές τους σε διπλάσιο χρόνο λόγω εργασίας κλπ) γ) σε όσους έχουν υπερβεί τα ν+2 έτη σπουδών ή τα 2ν+4 αν προηγουμένως είχαν επιλέξει να είναι μερικής φοίτησης. Γιατί αυτοί οι διαχωρισμοί; Προφανώς γιατί αν δεν τελειώνει κανείς στο προβλεπόμενο διάστημα θα υφίσταται κυρώσεις. Και επειδή αυτό μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις, δεδομένου ότι όλο και περισσότεροι φοιτητές εργάζονται προσπαθώντας να ελαφρύνουν τις οικογένειές τους σε περίοδο κρίσης, γι’ αυτό προβλέπεται και η κατηγορία της μερικής φοίτησης. Με αυτό τον τρόπο αφενός εντατικοποιούνται οι σπουδές αφού υπάρχει μεγάλος αριθμός σχολών που η πλειοψηφία των φοιτητών αποφοιτούν μετά τα ν+2 έτη και αφετέρου μένει άδηλο τι θα συμβεί στη συνέχεια (διαγραφή, επιβολή διδάκτρων; ) ενώ η ευθύνη περνά σε κάθε ΑΕΙ ξεχωριστά. Τα τελευταία, ωστόσο, έχοντας μπροστά τους τη λαιμητόμο της αξιολόγησης και της υποχρηματοδότησης θα τους είναι πολύ δύσκολο να μη λάβουν ειδικά για μέτρα για όσους «υστερούν».

4) Οι Μεταπτυχιακές και οι Διδακτορικές Σπουδές
Πέρα από τη Κοσμητεία που αφορά τις προπτυχιακές σπουδές δημιουργείται και Κοσμητεία που αφορά τις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές σπουδές που έχει την πλήρη αρμοδιότητα για τη διοργάνωση μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών . Με αυτό τον τρόπο αφαιρούνται οι σχετικές αρμοδιότητες από τα Τμήματα (τα οποία επίσης αλλάζουν όνομα και αποκαλούνται Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών). Έτσι δημιουργείται ένα ακόμα κέντρο εξουσίας στο πανεπιστήμιο το οποίο και λόγω του αντικειμένου του θα έχει και πιο αναβαθμισμένο ρόλο (άλλο να διοικείς προπτυχιακές σπουδές χωρίς δίδακτρα και άλλο μεταπτυχιακές σπουδές με δίδακτρα και ερευνητικά προγράμματα υψηλών προϋπολογισμών). Επικεφαλής της συγκεκριμένης Κοσμητείας είναι Κοσμήτορας που επιλέγεται από το Συμβούλιο με τον ίδιο τρόπο που επιλέγονται και οι Κοσμήτορες των προπτυχιακών σχολών.

Σε ότι αφορά τα διδακτορικά περνάμε σε μια διπλή υποβάθμιση της επιστημονικής διατριβής, αφού τίθεται θέμα μαθημάτων μέχρι τα δύο πρώτα έτη:
Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 4 «Ο τρίτος κύκλος σπουδών συνίσταται στην παρακολούθηση προγράμματος διδακτορικών σπουδών, δύναται να περιλαμβάνει ανά πρόγραμμα σπουδών μαθήματα που αντιστοιχούν κατ’ ελάχιστον σε 60 και κατά μέγιστο σε 120 ακαδημαϊκές μονάδες»

Κατά συνέπεια ο υποψήφιος θα έχει όλο και λιγότερο χρόνο να ασχοληθεί με τη διατριβή του (μήπως αυτό οδηγήσει και σε επιβολή διδάκτρων στο διδακτορικό επίπεδο κάτι που δεν ίσχυε μέχρι τώρα;)

Από την άλλη τίθεται θέα διαφάνειας και αξιοκρατίας (αξίες για τις οποίες τόσο ανησυχεί το Υπουργείο ) αφού εκεί που ο υποψήφιος κρινόταν από μια επταμελή επιτροπή τώρα θα κρίνεται από μόνο δύο άτομα και χωρίς δημόσια διαδικασία με ότι συνεπακόλουθα δεοντολογίας και συναλλαγής μπορεί αυτό να δημιουργήσει.

Σύμφωνα με άρθρο 39, παράγραφοι 6 και 7: «Για κάθε υποψήφιο διδάκτορα ορίζεται από την κοσμητεία της σχολής τριμελής συμβουλευτική επιτροπή για την επίβλεψη και καθοδήγησή του… Η τελική αξιολόγηση και κρίση της διατριβής γίνεται από δύο εξεταστές, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση της κοσμητείας ή των κοσμητειών των προπτυχιακών σχολών, ύστερα από εισήγηση της τριμελούς επιτροπής και έγκριση της κοσμητείας της σχολής μεταπτυχιακών σπουδών. Ο ένας εξεταστής είναι καθηγητής του ιδρύματος του ιδίου ή απολύτως συναφούς γνωστικού αντικειμένου με το αντικείμενο της διατριβής. Ο δεύτερος εξεταστής, επίσης του ίδιου ή απολύτως συναφούς γνωστικού αντικειμένου, είναι μέλος Α.Ε.Ι. του εξωτερικού ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από ειδική αιτιολόγηση, του εσωτερικού, από τα μητρώα του άρθρου 26. Οι εξεταστές δεν μπορεί να είναι μέλη της τριμελούς επιτροπής.»
Θα πρέπει να σημειωθεί πως και σε αυτή την περίπτωση αναδεικνύεται η εξουσία της Κοσμητείας της Μεταπτυχιακής Σχολής η οποία ορίζει την τριμελή επιτροπή αλλά και τους δύο εξεταστές.

5) Η Σχολή δια βίου Μάθησης
Η δημιουργία ειδικής Σχολής Δια βίου Μάθησης (ως ισότιμη με τις άλλες δύο σχολές) πέραν του ότι εντείνει τη σύγχυση και τη γραφειοκρατικοποίηση δείχνει και την πολιτική σπουδή του Υπουργείου για την απαξίωση των πτυχίων. Δε θα αρκεί πια ένα πτυχίο και ίσως κάποια ενδοεπιχειρησιακή επιμόρφωση (που γινόταν με έξοδα της εταιρείας αφού αυτή, σε τελική ανάλυση, είχε να κερδίσει από αυτή τη διαδικασία) οι εργαζόμενοι θα είναι υποχρεωμένοι να επιστρέφουν συνεχώς στο πανεπιστήμιο για πρόσθετη, και με επ’ αμοιβή, κατάρτιση. Με αυτό τον τρόπο Πανεπιστήμιο θα μοιάζει πιο πολύ με ιδιωτικό εκπαιδευτήριο το οποίο θα με το αζημίωτο θα «βελτιώνει» τα προσόντα των εργαζομένων. Κατά συνέπεια τα τελικά κόστη όλης αυτής της διαρκούς «επιμόρφωσης» θα πέφτουν στους προϋπολογισμούς των ελληνικών οικογενειών που θα καλούνται να αναλάβουν πρόσθετα οικονομικά βάρη- και μάλιστα σε μια περίοδο καταθλιπτικής λιτότητας.

6) Αυταρχικές Μεθοδεύσεις
Υπάρχει πληθώρα διατάξεων οι οποίες περιορίζουν δραστικά τη δημοκρατική λειτουργία και εκπροσώπηση στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: α) η συμμετοχή ενός εκπροσώπου των εργαζομένων, χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου θα γίνεται μέσω της εκλογής του από ενιαίο ψηφοδέλτιο. Εδώ υπάρχουν δύο ολισθήματα: ι) πρώτο αντιδημοκρατικό ολίσθημα’ θα έχουν δικαίωμα ψήφου άσχετοι προς την ακαδημαϊκοί κοινότητα άνθρωποι αλλά όχι οι εργαζόμενοι ιι) δεύτερο αντιδημοκρατικό ολίσθημα’ είναι θέμα του συλλόγου των εργαζομένων ο τρόπος εκλογής του εκπροσώπου του και όχι της κρατικής εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται η απολιτικοποίηση των εκλογών και γίνεται προσπάθεια εξάλειψης των διαφορετικών αντιλήψεων που εκφράζονται μέσα από την ύπαρξη και λειτουργία παρατάξεων β) Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την εκλογή του εκπροσώπου των φοιτητών, ο οποίος αντιπροσωπεύει και τους προπτυχιακούς και τους μεταπτυχιακούς και τους υποψήφιους διδάκτορες δηλαδή κατηγορίες με εντελώς διαφορετική θέση μέσα στο πανεπιστήμιο. Ταυτόχρονα υποψήφιος δεν μπορεί να είναι φοιτητής που έχει υπερβεί την ελάχιστη διάρκεια φοίτησης. Δηλαδή στενεύει η δεξαμενή από την οποία μπορεί να επιλεγεί. Από την άλλη σε περίπτωση που η ψήφος του φοιτητή μπορεί να κρίνει πολύ σημαντικές αποφάσεις, τότε αυτός είναι πιθανό να καταστεί υποκείμενο πιέσεων, συναλλαγών, διαφθοράς, το αντίθετο δηλαδή από τους διακηρυγμένους στόχους του Υπουργείου γ) όλα τα εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου ανήκουν στη βαθμίδα του καθηγητή (παύει με αυτό τον τρόπο η εκπροσώπηση και των άλλων βαθμίδων στο σώμα της Συγκλήτου όπως ίσχυε μέχρι τώρα) δ) οι φοιτητές πια δεν ψηφίζουν ούτε για την εκλογή Κοσμήτορα ούτε για την εκλογή Πρόεδρου τμήματος (νυν Διευθυντή προγράμματος Σπουδών) ε) Η Σύγκλητος υποβαθμίζεται, δε συμμετέχουν σε αυτή ως ex officio μέλη οι Πρόεδροι των Τμημάτων ενώ για τα σημαντικότερα ζητήματα είτε απλώς εκφράζει γνώμη (πχ για τον Εσωτερικό Κανονισμό) είτε δεν έχει καθόλου λόγο (πχ για τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου) στ) Μέχρι τώρα τα μέλη ΔΕΠ είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν σε εκλογή ΔΕΠ μέχρι τη βαθμίδα στην οποία ανήκαν (ο Λέκτορας σε αυτή του Λέκτορα, ο Επίκουρος σε αυτή του Επίκουρου κοκ). Τώρα οι Επίκουροι Καθηγητές δεν μπορούν να συμμετέχουν στις διαδικασίες κρίσης των υποψήφιων Επίκουρων Καθηγητών η) περιορίζεται η δυνατότητα λήψης εκπαιδευτικών αδειών μόνο στις Αναπληρωτές και στους Καθηγητές θ) καταργείται η έννοια του Πανεπιστημιακού Ασύλου δεδομένου πως δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αυτή και αντικαθίσταται από την αόριστη και παραπλανητική κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και έρευνας και έρευνας και την ελευθερίας έκφρασης και διακίνησης των ιδεών (άρθρο 4 του Νόμου), δικαιώματα τα οποία είναι πλήρως κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα της χώρας (άρθρα 5, 14, 16 του Συντάγματος) και ισχύουν ήδη στο σύνολο τις Επικράτειας ι) τελευταίο αλλά καθόλου έσχατο: ο νόμος παύει τις ήδη εκλεγμένες διοικήσεις χωρίς αυτές να έχουν ολοκληρώσει τη θητεία τους!

Από εκεί και πέρα υπάρχουν και άλλες μορφές που τείνουν προς μια αυταρχικοποίηση οι οποίες αφορούν αποκλειστικά τους φοιτητές: α) φοιτητής που δεν εγγράφεται για δύο συνεχόμενα εξάμηνα διαγράφεται (τέτοια διάταξη μέχρι τώρα δεν υπήρχε) β) σε περίπτωση που δεν διδαχθούν τα 4/5 των προβλεπόμενων ωρών διδασκαλίας το μάθημα θεωρείται ως μη διδαχθέν κι αν γίνει εξέταση από τον διδάσκοντα μπορεί εκ των υστέρων να θεωρηθεί άκυρη! γ) σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σε πολλά τμήματα με τους επί πτυχίω φοιτητές τώρα πια οι φοιτητές θα εξετάζονται υποχρεωτικά τον Φεβρουάριο στο μαθήματα του Χειμερινού Εξαμήνου και στον Ιούνιο στα μαθήματα του Εαρινού Εξαμήνου δ) υπάρχει μια αναφορά στο άρθρο 33, παράγραφος 10 σύμφωνα με την οποία «Μετά το πέρας της περιόδου κανονικής φοίτησης, που ισούται με τον ελάχιστο αριθμό των αναγκαίων για τη λήψη του πτυχίου εξαμήνων, σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών της σχολής, προσαυξανόμενων κατά τέσσερα εξάμηνα, οι φοιτητές, προκειμένου να εγγραφούν στα εξάμηνα, πρέπει να πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον Οργανισμό.»

Αυτό σημαίνει πως θα τεθούν κάποιες προϋποθέσεις για τον αν και ποιοι θα μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους

ε) Για τα συγγράμματα το άρθρο 37 παράγραφος 2 προβλέπει πως
«Από το ακαδημαϊκό έτος 2014-15 παύει η διανομή των διδακτικών συγγραμμάτων στους φοιτητές με δαπάνες του Δημοσίου και θεσπίζεται η υποχρέωση ανάρτησης στο διαδίκτυο της αναλυτικής ύλης των παραδόσεων/σημειώσεων των μαθημάτων που διδάσκουν οι καθηγητές όλων των βαθμίδων».

Έτσι, και δεδομένου πως η αναλυτική ύλη δεν θα μπορεί να καλύψει το εύρος του γνωστικού αντικειμένου κάθε μαθήματος, οι φοιτητές θα αναγκάζονται να τα αγοράζουν από το ελεύθερο εμπόριο στ) υπάρχει σαφής παρέμβαση στις λειτουργίες των φοιτητικών συλλόγων αφού πέραν της υποχρεωτικής εκλογής εκπροσώπων στα ακαδημαϊκά όργανα μέσω ενιαίου ψηφοδελτίου προβλέπεται και δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας- πρακτικής που δεν έχει υιοθετηθεί σε κανενός άλλου είδους θεσμική εκπροσώπηση είτε αυτή αφορά σωματεία εργαζομένων είτε αφορά εθνικές εκλογές επειδή εμπεριέχει πολλαπλούς κινδύνους υφαρπαγής της ψήφου.

7) Καταργήσεις Ιδρυμάτων, Σχολών, Τμημάτων
Με πρόσχημα τον ανορθολογικό χαρακτήρα με τον οποίο έγινε μέχρι τώρα η περιφερειακή κατανομή και ανάπτυξη των ελληνικών ΑΕΙ, προβλέπεται, μέσω έκδοσης προεδρικού διατάγματος και όχι νόμου (!) ενός είδους πανεπιστημιακός «Καλλικράτης». Όπως αναφέρει η παράγραφος 6 του άρθρου 7 «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου του οικείου ιδρύματος και της ΑΔΙΠ, μπορούν να συγχωνεύονται, κατατέμνονται, μετονομάζονται, αλλάζουν έδρα και καταργούνται Α.Ε.Ι., καθώς επίσης και να ιδρύονται, συγχωνεύονται, κατατέμνονται, μετονομάζονται, αλλάζουν έδρα και καταργούνται σχολές..» κι ακολουθούν μια σειρά από γενικόλογες αιτιολογίες (κοινωνικοί λόγοι, επιστημονικά κριτήρια) που μια πολιτική εξουσία μπορεί πάντα να επικαλεστεί αν έχει προαποφασίσει το κλείσιμο Ιδρυμάτων, Σχολών και Τμημάτων.

Αυτά σε απλά ελληνικά σημαίνουν κλείσιμο Τμημάτων καταρχήν στην περιφέρεια, υποχρεωτικές συγχωνεύσεις Τμημάτων, περιορισμό και απολύσεις προσωπικού. Έτσι για πρώτη φορά μετά από 3 δεκαετίες θα περάσουμε σε ριζική συρρίκνωση της συνολικής πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση και σε σημαντικό περιορισμό των διαθέσιμων θέσεων στο δημόσιο Πανεπιστήμιο.

8) Για το Εκπαιδευτικό Προσωπικό
Σε ότι, αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό δημιουργούνται τρεις βαθμίδες (Επίκουροι, Αναπληρωτές, Καθηγητές). Οι Επίκουροι δεν είναι μόνιμοι και μπορούν να υπηρετήσουν τέσσερα χρόνια και ύστερα από κρίση άλλα τέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια με ανοικτή διαδικασία μπορούν να εκλεγούν στη βαθμίδα του Αναπληρωτή, εφόσον φυσικά υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια. Αν δεν γίνει αυτό απολύονται. Οι Αναπληρωτές και οι Καθηγητές είναι μόνιμοι. Η εκλογή στη βαθμίδα του Καθηγητή γίνεται με κλειστή διαδικασία ύστερα από τουλάχιστον τετραετή παραμονή στη βαθμίδα του Αναπληρωτή. Οι Καθηγητές κάθε πέντε χρόνια και οι Αναπληρωτές το αργότερο μετά από 8 χρόνια υπηρεσίας, κρίνονται και αξιολογούνται από πενταμελή εξωτερική επιτροπή. Σε περίπτωση που κριθούν αρνητικά μένει στη διακριτική ευχέρεια του οργανισμού αν θα υποστούν κυρώσεις (πχ αν θα μπορούν να επιβλέπουν διατριβές ή να διδάσκουν σε μεταπτυχιακά μαθήματα) Στο κάτω μέρος της πυραμίδας δημιουργείται μια κατηγορία διδασκόντων, οι Λέκτορες, οι οποίοι συνάπτουν ατομική σύμβαση με το ίδρυμα διάρκειας από ένα ως τρία χρόνια και συνολικά δεν μπορούν να υπηρετήσουν πάνω από 5 χρόνια στο ίδιο ίδρυμα.

Είναι ενδιαφέρον πως πουθενά δεν αναφέρεται ο αριθμός ωρών που θα πρέπει να διδάσκουν οι καθηγητές. Αυτό κατά τη γνώμη μας έχει μια διπλή διάσταση: από τη μια πολιτικές αναστολής προσλήψεων, όπως αυτή την περίοδο, μπορεί να οδηγήσουν τους καθηγητές να διδάσκουν μεγάλο αριθμό ωρών, από την άλλη ανοίγει το δρόμο ώστε καθηγητές που κρίνονται ως «παραγωγικοί» και φέρνουν προγράμματα στο πανεπιστήμιο να μη διδάσκουν καθόλου. Έτσι στη βάση των παραπάνω γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα εκπαιδευτικό προσωπικό δύο κατηγοριών. Από τη μια θα υπάρχει μια κατηγορία που θα θυμίζει τους παλιούς βοηθούς (υποψήφιοι διδάκτορες και λέκτορες) οι οποίοι θα επιφορτίζονται με τη διδασκαλία. Από την άλλη θα υπάρχουν οι τρεις βαθμίδες ΔΕΠ, οι οποίες θα αναλώνονται κυρίως στο να βρίσκουν τα απαραίτητα κονδύλια για να λειτουργεί το Πανεπιστήμιο.

Σχετικά με την εκλογή των μελών ΔΕΠ αυτή θα γίνεται από επταμελείς επιτροπές (ενώ τώρα τα σχετικά εκλεκτορικά σώματα αποτελούνται από 11 μέλη το μίνιμουμ μέχρι 30 μέλη το μάξιμουμ) εκ των οποίων μόνο τέσσερα μέλη θα ανήκουν στο ΑΕΙ, και τα υπόλοιπα τρία θα προέρχονται από άλλα ΑΕΙ του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Αυτό από τη μια μειώνει το εύρος του εκλεκτορικού σώματος (γεγονός που πιο εύκολα οδηγεί σε χειραγωγήσεις- πόσο μάλλον που η κρίση δε θα γίνεται με δημόσια διαδικασία) και από την άλλη η εμμονή στην παρουσία καθηγητών από το εξωτερικό προδίδει (πέραν των άλλων προβλημάτων για το πώς θα κρίνουν αλλοδαποί καθηγητές όσο κείμενα είναι στα ελληνικά- εκτός αν θεωρήσουμε πως θα πρέπει να καταργηθούν οι ελληνόγλωσσες επιστημονικές εργασίες ) φανερώνει και μια αποικιοκρατικού τύπου αντίληψη- μάλλον πρωτόγνωρη σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και δεν μπορεί κανείς να διαφωνεί με την προώθηση της διεθνούς επικοινωνίας σε ζητήματα επιστήμης, η τόσο μεγάλη εμμονή σε διαδικασίες εκλογής από διεθνή εκλεκτορικά σώματα φαίνεται να υποδηλώνει πως κυρίως στο εξωτερικό παράγεται επιστήμη με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Αν τίθεται θέμα διαφάνειας θα θυμίσουμε πως διαφάνεια στις διαδικασίες εκλογής μελών ΔΕΠ προβλέπεται ούτως ή άλλως από τον ισχύοντα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο το ένα τρίτο του εκλεκτορικού σώματος προέρχεται από εξωτερικούς εκλέκτορες. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης έρχεται να προστεθεί και η προϋπόθεση γραπτής επιστολής από τέσσερις καθηγητές του εξωτερικού που να αναφέρεται στα θετικά της συγκεκριμένης υποψηφιότητας. Οι τέσσερις αυτοί καθηγητές καθώς και η επταμελής επιτροπή θα πρέπει να επιλέγονται από μητρώα που έχει συντάξει η κοσμητεία. Με αυτό τον τρόπο η κοσμητεία αποκτά πολύ μεγάλη εξουσία αφού οι κρίσεις των διδασκόντων θα εξαρτώνται από το ποιος , σε παγκοσμια κλίμακα!!!!!, έχει περιληφθεί σε αυτό το μητρώο και ποιος όχι.

Η μη μονιμότητα της θέσης του επίκουρου καθηγητή θα σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη πίεση στα μέλη της βαθμίδας αυτής για ανεύρεση προγραμμάτων, κονδυλίων, χορηγιών κλπ. Η τάση αυτή θα είναι ενυπάρχουσα και στις δύο ανώτερες βαθμίδες αφού όποιος δεν αποδεικνύεται «παραγωγικός» από την προβλεπόμενη διαρκή διαδικασία αξιολόγησης θα κινδυνεύει να υποστεί μια σειρά από περιορισμούς των αρμοδιοτήτων του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έμφαση στην «παραγωγικότητα» των μελών ΔΕΠ σύμφωνα με αυτές τις ρυθμίσεις δεν σημαίνει και ενίσχυση της ποιότητας του έργου των πανεπιστημιακών, καθώς η τελευταία δεν μπορεί να κρίνεται με όρους ποσοτικούς, αλλά με όρους ποιοτικούς, που έχουν να κάνουν και με την ιδιαιτερότητα της κάθε επιστήμης. Άλλωστε, στη φύση του Πανεπιστημίου ενυπάρχει η αξιολόγηση του «έργου» - και όχι της «παραγωγικότητας» - των πανεπιστημιακών μέσα από διαδικασίες κρίσης του έργου τους από τους ομότιμους ειδικούς σε ένα γνωστικό αντικείμενο. Επιπλέον, οι συνεχείς κρίσεις, που θα αφορούν ακόμα και τους πρωτοβάθμιους καθηγητές, δημιουργούν ένα πλαίσιο γενικευμένης εργασιακής επισφάλειας σε αντιπαράθεση με την ανάγκη ύπαρξης ενός καθεστώτος σταθερότητας για την πραγματοποίηση του διδακτικού και του ερευνητικού έργου - παραμέτρου απαραίτητης για την ομαλή ανάπτυξη του παιδαγωγικού και εκπαιδευτικού έργου.

9) Δημιουργία Πανεπιστημιακής Ανώνυμης Εταιρείας
Στο πλαίσιο της αύξησης των λειτουργιών του πανεπιστημίου με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια δημιουργείται με Προεδρικό διάταγμα μονομετοχική ανώνυμη εταιρεία με σκοπό σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 5 τη «α) η διαχείριση και διάθεση κονδυλίων που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή, πλην του τακτικού προϋπολογισμού και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, και προορίζονται για την κάλυψη δαπανών, οποιουδήποτε είδους, που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες ερευνητικών, εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών, αναπτυξιακών, καθώς και έργων συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, κατάρτισης και δια βίου μάθησης και έργων για την παροχή επιστημονικών, τεχνολογικών και καλλιτεχνικών υπηρεσιών, την εκπόνηση ειδικών μελετών, την εκτέλεση δοκιμών, μετρήσεων, εργαστηριακών εξετάσεων και αναλύσεων, την παροχή γνωμοδοτήσεων και πραγματογνωμοσυνών , τη σύνταξη προδιαγραφών για λογαριασμό τρίτων, τη διαμόρφωση και εκτέλεση επιστημονικών, ερευνητικών, πολιτιστικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων ως και άλλων σχετικών υπηρεσιών με πιστώσεις από το αποθεματικό του για λογαριασμό και προς όφελος του ιδρύματος και β) η πλήρης καταγραφή, αξιοποίηση και διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ιδρύματος.»

Το ότι η συγκεκριμένη ιδιωτική εταιρία θα λειτουργεί αμιγώς ως τέτοια, και δεν γίνεται απλώς για να παρακάμψει γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του δημόσιου λογιστικού, φαίνεται από την παράγραφο 6 που αναφέρει πως

«Για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών, το ν.π.ι.δ. μεριμνά για:
α) τη λήψη χρηματοδοτήσεων οποιασδήποτε μορφής, περιλαμβανομένης της έκδοσης ομολογιών και της τιτλοποίησης απαιτήσεων κατά την έννοια των άρθρων 10 και 11 ν. 3156/2003, καθώς και την αποδοχή, δωρεών, κληρονομιών, κληροδοσιών και άλλων χαριστικών παροχών από οποιαδήποτε πηγή, δημόσια ή ιδιωτική, ημεδαπή ή αλλοδαπή, επ’ ονόματι του ιδρύματος ή και του ν.π.ι.δ., με τη δυνατότητα παροχής οποιασδήποτε ασφάλειας για το σκοπό αυτό (υπογ. ΣΣ),
β) την έναντι αμοιβής ή συμμετοχής είσπραξη δικαιωμάτων του ιδρύματος ή και του ν.π.ι.δ. για την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους,
γ) τη διενέργεια οποιασδήποτε άλλης πράξης, με την οποία επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του ιδρύματος ή και του ν.π.ι.δ. και η βελτίωση της αποδοτικότητάς της, με γνώμονα πάντοτε την εξασφάλιση μέσων και πόρων για την ενίσχυση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας και ανάπτυξης του Α.Ε.Ι.»

Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το ποιες θα πρέπει να είναι οι κύριες δραστηριότητες του νέου Πανεπιστημίου ακολουθεί και η παράγραφος 7:

«Με το π.δ. της παρ. 2 καθορίζονται περαιτέρω οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στον σκοπό του, ιδίως:
α) η διαχείριση και διάθεση κονδυλίων για τη φύλαξη του Α.Ε.Ι., τις παροχές φοιτητικής μέριμνας, τη λειτουργία φοιτητικών εστιών και λεσχών,
β) η εκπόνηση μελετών και η εκτέλεση ή η διαχείριση ερευνητικών και τεχνολογικών ή αναπτυξιακών προγραμμάτων και έργων για την προώθηση των δικών του σκοπών ή τρίτων που αποβλέπουν στην επίλυση προβλημάτων εφαρμογής και αξιοποίησης των επιστημονικών γνώσεων ή βρίσκονται σε δοκιμαστικό στάδιο και τα οποία εμπίπτουν στους πιο πάνω τομείς της παρ. 5.
γ) η συνεργασία με φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής για την προώθηση, μεταξύ άλλων, της οικονομικής αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας και της διασύνδεσής της με την παραγωγική διαδικασία, ιδίως με:
-την ανάληψη τεχνολογικών αξιολογήσεων ή αποτιμήσεων προτεινόμενων ή
σε εξέλιξη ευρισκόμενων ερευνητικών εργασιών,
-την παραγωγή προϊόντων σε μικρή κλίμακα,
-τη διεξαγωγή έρευνας αγοράς,
-τη συνδρομή για την κατοχύρωση εφευρέσεων,
-την παροχή συμβουλών και υπηρεσιών,
δ) η συνεργασία με τους διεθνείς οργανισμούς, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το δημόσιο, τα ν.π.δ.δ., τους οργανισμούς τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, τους συνεταιρισμούς, και άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς για την εκπλήρωση των σκοπών του,
ε) η μέριμνα για την προώθηση της διασύνδεσης της έρευνας με την παραγωγική διαδικασία σε συνεργασία με τα Α.Ε.Ι. της χώρας καθώς και με άλλα ερευνητικά και τεχνολογικά ιδρύματα και φορείς του εσωτερικού ή του εξωτερικού,
στ) η συνεργασία με τεχνολογικούς φορείς του εσωτερικού ή του εξωτερικού με σκοπό τη σύζευξη της έρευνας με την παραγωγή, τη δημιουργία συστηματικών δεσμών συνεργασίας και την προώθηση αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων,
ζ) η συνεργασία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με εμπειρογνώμονες και κάθε είδους φορείς ειδικευμένους σε θέματα των δραστηριοτήτων του για την προώθηση των σκοπών του, με δυνατότητα ανάθεσης σε αυτούς ερευνητικών και λοιπών έργων,
η) η παροχή ειδικής εκπαίδευσης σε επιστήμονες με την οργάνωση και χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, σεμιναρίων, συνεδρίων, υποτροφιών, δημοσιεύσεων, εκδόσεων και συνεδρίων,
θ) η παροχή ειδικής επιμόρφωσης, θερινών μαθημάτων και προγραμμάτων δια βίου μάθησης για λογαριασμό και με χρηματοδότηση των ενδιαφερόμενων ατόμων και φορέων του ιδιωτικού ή/και του δημόσιου τομέα,
ι) η παραγωγή και διάθεση προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών έναντι τιμήματος σχετικά με τους ερευνητικούς στόχους του ιδρύματος, αυτοτελώς ή μετά από σύσταση θυγατρικών εταιρειών ή σε συνεργασία με άλλους φορείς ή με τη συμμετοχή του σε οποιοδήποτε παραγωγικό φορέα ή επιχείρηση, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό,
ια) η εκχώρηση ή διάθεση άδειας εμπορικής εκμετάλλευσης προϊόντων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας, έναντι τιμήματος που καθορίζεται συμβατικά σε άλλο οργανισμό ή επιχείρηση οποιασδήποτε μορφής,
ιβ) η ίδρυση εταιρειών τεχνολογικής βάσης–έντασης γνώσης (spin off) για την οικονομική ή κοινωνική αξιοποίηση ή εκμετάλλευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων ή η συμμετοχή στην ίδρυσή τους με ομάδες επιστημόνων ή σε συνεργασία με άλλους παραγωγικούς φορείς, σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν. 2841/1999 (Α΄ 199), όπως εκάστοτε ισχύει,
ιγ) η ίδρυση εκδοτικού οίκου ή συμμετοχή σε επιχειρήσεις αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων και της γνώσης είτε με τη σύσταση θυγατρικής επιχείρησης οποιασδήποτε μορφής για την εμπορική εκμετάλλευσή της, είτε με τη συμμετοχή σε από κοινού δραστηριότητα εκμετάλλευσης με άλλους οργανισμούς ή επιχειρήσεις,
ιδ) η ανάπτυξη οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας συναφούς με τους πιο πάνω σκοπούς του και
ιε) η ανάθεση υπηρεσιών, έργων και προμηθειών.»
Αν και είναι αρκετά εύγλωττο το τι πάει να γίνει πολύ σύντομα μόνο να αναφέρουμε πως η εταιρία αυτή θα ασχολείται με την ανάπτυξη επιχειρηματικών πρακτικών σε ό,τι αφορά την έρευνα, την εμπορία ευρεσιτεχνιών και την «αξιοποίηση» της περιουσίας των ιδρυμάτων εκφεύγοντας του δημόσιου ελέγχου. Με αυτούς τους τρόπους θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο η πίεση προς τους διδάσκοντες ώστε να φέρνουν ανταγωνιστικά προγράμματα καθώς μόνο έτσι θα ενισχύεται η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων. Όσοι κλάδοι και αντικείμενα δεν κατορθώνουν να κερδίσουν χορηγίες θα αντιμετωπίσουν την προοπτική του οριστικού μαρασμού. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πρόβλεψη (άρθρο 58 παράγραφος 3 στ) για πρόσθετες παροχές στους «παραγωγικούς» καθηγητές. Αυτό το bonus σε περιόδους λιτότητας δημιουργεί την αίσθηση πως μέσω του νέου μισθολογίου θα μειωθούν οι μισθοί των πανεπιστημιακών σε ένα μίνιμουμ επίπεδο και από εκεί και πέρα θα αρχίσει ένας διαγκωνισμός για την απόκτηση των έξτρα παροχών που, σίγουρα, δε θα είναι για όλους. Έτσι στην πραγματικότητα καταργείται το ενιαίο μισθολόγιο των Πανεπιστημιακών. Το Κράτος θα εγγυάται ένα ελάχιστο όριο και στη συνέχεια ο Πανεπιστημιακός θα πρέπει να προχωρά σε ατομική διαπραγμάτευση σε συμφωνία με την εταιρία.

Τελευταίο αλλά καθόλου έσχατο, οι φοιτητές θα πρέπει να εύχονται η εταιρία να παρουσιάζει κερδοφορία δεδομένου πως η φοιτητική μέριμνα μεταβιβάζεται σε αυτή ενώ και το ύψος των σχετικών θα καθορίζεται από το αν υπάρχουν κέρδη από την αξιοποίηση της πανεπιστημιακής περιουσίας ή τα ερευνητικά προγράμματα.   
10) Ο ρόλος της ΑΔΙΠ
α) Η διαδικασία αξιολόγησης
Το πνεύμα του νομοσχεδίου διαπνέεται από την αντίληψη πως δε θα είναι το Υπουργείο που θα εγκρίνει τη λειτουργία και τις δραστηριότητες των ΑΕΙ αλλά η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) η οποία θα ασκεί το ρόλο του γενικού επιθεωρητή του βαθμούς προσαρμογής στο όλο πλαίσιο του νομοσχεδίου.

Έτσι η ΑΔΙΠ
«α) Πιστοποιεί περιοδικά την ποιότητα:
αα) των εσωτερικών συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας των Α.Ε.Ι. που προβλέπονται στο άρθρο 14 και ββ) των προγραμμάτων σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και των προγραμμάτων σύντομου κύκλου, δια βίου μάθησης, εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, καθώς και συνεργασίας με άλλα εκπαιδευτικά ή ερευνητικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
β) Εισηγείται στον Υπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, καθώς και τις διοικήσεις των Α.Ε.Ι., τρόπους και μέσα για τη συνεχή διασφάλιση υψηλής ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση.»

Το βασικό είναι το α). Η ΑΔΙΠ έχει ως αποστολή τη διαρκή επιθεώρηση των ιδρυμάτων με στόχο τη διασφάλιση της διαρκούς προσαρμογής τους στις απαιτήσεις του επιχειρηματικού πανεπιστημίου μέσω των διαδικασιών πιστοποίησης:  «Η πιστοποίηση είναι διαδικασία εξωτερικής αξιολόγησης με βάση συγκεκριμένα, προκαθορισμένα, διεθνώς αποδεκτά και εκ των προτέρων δημοσιοποιημένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια και δείκτες. Σκοπός της πιστοποίησης είναι η εξωτερική διασφάλιση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης, καθώς και η αποτελεσματικότητα και διαφάνεια της συνολικής λειτουργίας των Α.Ε.Ι.»

Και πώς γίνεται η όλη αυτή διαδικασία; Η ΑΔΙΠ συγκροτεί μια επιτροπή αξιολογήσης η οποία συντάσσει έκθεση πιστοποίησης, που υποβάλλεται στο Συμβούλιο της Αρχής. Η απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής μπορεί να είναι θετική, θετική υπό όρους ή αρνητική. Αν είναι θετική έχει διάρκεια ισχύος μέχρι 8 έτη. Αλλά ακόμα και αν είναι θετική, το ΑΕΙ δεν επαναπαύεται αφού
«Κατά τη διάρκεια της ισχύος της θετικής απόφασης πιστοποίησης, το Συμβούλιο της Αρχής, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από σχετικό ερώτημα του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, μπορεί να εξετάζει αν τα κριτήρια πιστοποίησης εξακολουθούν να ικανοποιούνται. Αν τα κριτήρια πιστοποίησης δεν ικανοποιούνται, το Συμβούλιο της Αρχής ανακαλεί την απόφαση πιστοποίησης και ενημερώνει αμελλητί τον Υπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων» !

Αν πάλι τα πράγματα δεν πάνε καλά τότε
«Αν εκδοθεί αρνητική απόφαση πιστοποίησης, ο Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων δύναται, με απόφασή του, να περιορίσει τη χρηματοδότηση του ιδρύματος και την εισαγωγή νέων φοιτητών στο πρόγραμμα σπουδών ή το ίδρυμα, ανάλογα με το αντικείμενο της πιστοποίησης (πρόγραμμα σπουδών ή εσωτερικό σύστημα διασφάλισης της ποιότητας του ιδρύματος). Στους φοιτητές των προγραμμάτων σπουδών ή των ιδρυμάτων αυτών δίνεται η δυνατότητα συνέχισης των σπουδών τους σε άλλο πιστοποιημένο πρόγραμμα σπουδών ή ίδρυμα »

Τι σημαίνουν τα παραπάνω που διατυπώνονται με ένα κάπως αποκρυπτικό λόγο; Είτε πως το ίδρυμα/ πρόγραμμα σπουδών σημαδεύεται ως «αποτυχόν» και κλείνει (τι νόημα αλλιώς έχει η δυνατότητα μετεγγραφής των φοιτητών;) είτε πως χαρακτηρίζεται ως επιστημονικά ελλιπές και επειδή είναι μεγάλο το όνειδος οι φοιτητές του μπορούν να μετεγγραφούν σε ομοταγές ίδρυμα/ πρόγραμμα σπουδών! Βέβαια προκύπτει το ερώτημα του τι θα γίνει αν, για παράδειγμα, όλες οι Ιατρικές πλην της Αθήνας βαθμολογηθούν κάτω από τη βάση; Ξαφνικά θα μεταφερθούν όλοι οι φοιτητές ιατρικής στην Αθήνα;

Συνολικά ιδωμένη η δραστηριότητα της ΑΔΙΠ αποκαλύπτει την εκπονούμενη στρατηγική του Υπουργείου Παιδείας: καμία ακαδημαϊκή αυτοτέλεια, συνεχείς έλεγχοι από την ΑΔΙΠ (σε σημείο που να θυμίζει τον αλήστου μνήμης σχολικό επιθεωρητή…), διαρκείς πιέσεις με επίκεντρο τη χρηματοδότηση και δημιουργία ενός κλίματος υπακοής στην πολιτική εξουσία και τα επιχειρηματικά κέντρα και όχι ανάπτυξη της ελεύθερης και αδέσμευτης επιστημονικής έρευνας. Αλήθεια, η πολιτική εξουσία τέτοιου είδους πολίτες θέλει να διαμορφώνονται από τα Πανεπιστήμια;

β) Οι συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού
Αλλά δεν είναι μόνο η διαδικασία αξιολόγησης στις αρμοδιότητες της ΑΔΙΠ. Η αξιολόγηση διαπλέκεται και με τη σύναψη τετραετών συμφωνιών προγραμματικού σχεδιασμού μεταξύ ΑΕΙ και Υπουργείου.

Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 45
«Απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδρυση και λειτουργία όλων των προγραμμάτων σπουδών, καθώς και την αναγνώριση των πτυχίων και των τίτλων σπουδών που αυτά απονέμουν, είναι η πιστοποίησή τους σύμφωνα με τις διαδικασίες και τα κριτήρια της ΑΔΙΠ σύμφωνα με τα άρθρα 68 επ. Για τη χρηματοδότησή τους από το κράτος απαιτείται και η συμπερίληψή τους στις συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού του άρθρου 62».

Τι είναι οι συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού;
«α) Κάθε Α.Ε.Ι. συντάσσει τετραετές ακαδημαϊκό – αναπτυξιακό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα αυτό καθορίζει τους στόχους του, την ιδιαίτερη εκπαιδευτική και ερευνητική του φυσιογνωμία, στρατηγική, δομή και λειτουργία στο πλαίσιο της αποστολής των ιδρυμάτων και κινείται εντός των προβλεπόμενων ορίων του κρατικού προϋπολογισμού και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για την ανώτατη εκπαίδευση. β) Οι κατευθύνσεις του προγράμματος επί των οποίων βασίζονται οι συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού καθορίζονται από το Συμβούλιο του ιδρύματος, ύστερα από γνώμη των κοσμητειών των σχολών.»
Και αφού συνταχθεί η εισήγηση κάθε ΑΕΙ τι ακολουθεί;
«Για την εκτίμηση της εισήγησης αυτής, εκ μέρους του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η συμμόρφωση προς τα αποτελέσματα της διαδικασίας αξιολόγησης και πιστοποίησης, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. Εφόσον, με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, εγκριθεί ως προς το οικονομικό σκέλος το τετραετές ακαδημαϊκό-αναπτυξιακό πρόγραμμα, υπογράφεται μεταξύ του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του αντίστοιχου ιδρύματος, δια του πρυτάνεως, δεσμευτική συμφωνία προγραμματικού σχεδιασμού ως προς την πραγματοποίηση των στόχων του τετραετούς ακαδημαϊκού-αναπτυξιακού προγράμματος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εάν, με ευθύνη του ιδρύματος, δεν καταρτιστεί τετραετές ακαδημαϊκό- αναπτυξιακό πρόγραμμα, αναστέλλεται κάθε κρατική χρηματοδότηση προς το ίδρυμα με εξαίρεση τους πόρους για τη μισθοδοσία όλων των κατηγοριών προσωπικού, για την κάλυψη λειτουργικών δαπανών και για τη φοιτητική
Μέριμνα».

Κατά συνέπεια αν διαπιστωθεί από την πολιτική εξουσία πως το συγκεκριμένο ΑΕΙ δεν έχει «συμμορφωθεί» προς τις υποδείξεις της ΑΔΙΠ τότε θα υπάρξει σημαντική μείωση της χρηματοδότησής του! Άλλο ένα πλήγμα στην αυτοτέλεια των τριτοβάθμιας εκπαίδευσης…

Και πως θα γίνεται η χρηματοδότηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 63;
Η χρηματοδότηση των Α.Ε.Ι. από τον κρατικό προϋπολογισμό… κατανέμεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δεικτών» . Και ποιοι είναι αυτοί οι δείκτες;   «ο τομέας της ανώτατης εκπαίδευσης που ανήκει το ίδρυμα, το κόστος σπουδών ανά φοιτητή, η διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών, ο αριθμός των φοιτητών που εγγράφονται ετησίως στο ίδρυμα, το γνωστικό αντικείμενο των σπουδών, το μέγεθος, η γεωγραφική διασπορά του ιδρύματος».

Σε όλα αυτά δε θα είχε κανείς αντίρρηση. Προφανώς άλλο κόστος έχουν οι σπουδές Ιατρικής και άλλο αυτές της Θεολογίας, άλλα έξοδα έχει ένα πανεπιστήμιο των 50000 φοιτητών και άλλα ένα των 10000 κλπ. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν η παράγραφος 2 του άρθρου 63 αναφέρει πως
«Πρόσθετη χρηματοδότηση, πέραν αυτής της προηγούμενης παραγράφου, κατανέμεται στα ιδρύματα με βάση τα κριτήρια και τους δείκτες ποιότητας και τα επιτεύγματα κάθε ιδρύματος. Οι δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων είναι ιδίως οι ακόλουθοι:

α) Ποιότητα και αποτελεσματικότητα εκπαιδευτικής διαδικασίας (αριθμητική σχέση αποφοίτων προς εισερχόμενους φοιτητές, αριθμός Κέντρων Αριστείας στην εκπαίδευση και την οργάνωση της μάθησης, αριθμός φοιτητών σε προγράμματα δια βίου μάθησης, πορεία επαγγελματικής ένταξης των
αποφοίτων, κ.λπ.).
β) Ερευνητική αριστεία (αριθμός δημοσιεύσεων ανά καθηγητή, αριθμός ετεροαναφορών ανά καθηγητή, αριθμός ανά καθηγητή απλών συμμετοχών σε διεθνή ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αριθμός ανά καθηγητή συμμετοχών με συντονιστικό ρόλο σε ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αριθμός μελών του επιστημονικού προσωπικού που επιτυγχάνουν χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, αριθμός Κέντρων Αριστείας στην έρευνα, αριθμός διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού που κατέχει θέσεις στα κεντρικά όργανα διοίκησης διεθνών ακαδημαϊκών ή ερευνητικών οργανισμών ή διεθνών επιστημονικών εταιρειών κ.λπ.).
γ) Διεθνοποίηση (αριθμός αλλοδαπών φοιτητών, αριθμός φοιτητών που προσελκύονται στο ίδρυμα μέσω των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αριθμός φοιτητών που αποστέλλονται στο εξωτερικό μέσω ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αριθμός συμφωνιών συνεργασίας με άλλα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης της Ελλάδας ή του εξωτερικού κ.λπ.).»

Κατά τη γνώμη μας τα παραπάνω δείχνουν δύο πράγματα: α) μια προσπάθεια παραγωγικοποίησης του πανεπιστημίου, το οποίο δημιουργεί μια σειρά από μετρήσιμα εμπορεύματα (ας σημειωθεί πως και τα τρία προαναφερόμενα κριτήρια αναφέρονται σε αριθμούς) και αν αυτή θεωρηθεί ποσοτικά επαρκής τότε θα λάβει και bonus για το επίτευγμά του! β) μας τίθεται ο ίδιος προβληματισμός που διατυπώσαμε και για τις πρόσθετες αμοιβές των καθηγητών. Μήπως και στα ΑΕΙ τεθεί ένα χαμηλότατο πλαφόν οριακής επιβίωσης και στη συνέχεια όποιο επιθυμεί κάτι περισσότερο θα πρέπει να το «κερδίσει»;  

Διαφορετικά ειπωμένο, η σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης με προγραμματικές συμφωνίες, όπως προβλέπουν οι διαδικασίες «αξιολόγησης», και η εξάρτησή της από την επίτευξη μετρήσιμων στόχων, όπως η απορρόφηση των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας και οι ερευνητικές επιδόσεις, σε μια συγκυρία οικονομικής κρίσης, μπορεί να σημαίνει γενικευμένη υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ, τα οποία είτε θα υποχρεώνονται σε σημαντικές περικοπές και στη διακύβευση ακόμη και του μισθού των διδασκόντων είτε θα εξωθούνται στη γενικευμένη εισαγωγή διδάκτρων και άλλων ανταποδοτικών μέσων για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Συνέπεια τέτοιων επιλογών θα είναι ο ριζικός περιορισμός των προγραμμάτων σπουδών, των μαθημάτων, του προσωπικού και κατά συνέπεια η υποβάθμιση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης

10) Συμπέρασμα
Το Προσχέδιο νόμου περιγράφει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχαμε βιώσει μέχρι σήμερα ως Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, ως χώρο πνευματικής δημιουργίας και διεξαγωγής ελεύθερης επιστημονικής έρευνας. Από εδώ και πέρα, αν ψηφιστεί ο νόμος και εφαρμοστεί στην πράξη, τότε μεταβαίνουμε σε μια εντελώς νέα και ζοφερή κατάσταση. Ένα πέπλο ανασφάλειας και αβεβαιότητας θα ανυψωθεί και το κάθε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας θα ζει με την αγωνία αν είναι αρκετά παραγωγικό ώστε να αποφύγει τις κυρώσεις και να μπορέσει να αποσπάσει το περιβόητο bonus. Οι ακαδημαϊκές προτεραιότητες θα αλλάξουν τελείως και θα ηγεμονεύσουν αυτές του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Οι ακαδημαϊκοί θα μεταβληθούν σε πωλητές διαφόρων υπηρεσιών ενώ αυτή η ατμόσφαιρα θα περάσει και στις σπουδές οι οποίες θα υποβαθμιστούν ραγδαία μέσω της προτεραιότητας που θα δοθεί στην πραγματοποίηση διαφόρων πακέτων προγραμμάτων (διετείς, τριετείς σπουδές, εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, καλοκαιρινά τμήματα, δια βίου εκπαίδευση, ξενόγλωσσα τμήματα για αλλοδαπούς που θα πληρώνουν δίδακτρα, δημιουργία παραρτημάτων στο εξωτερικό) που θα ανταποκρίνονται στις «ανάγκες» του «πελάτη», στην πραγματικότητα στις απαιτήσεις του νεοφιλελεύθερου οικονομικού υποδείγματος που απαιτεί τη δημιουργία ευέλικτων εργαζόμενων που θα πρέπει διαρκώς να «επιμορφώνονται», τις περισσότερες φορές με δικά τους έξοδα

Μέσω του προσχεδίου νόμου δεν γίνεται αντιληπτό πως ο ρόλος της ακαδημαϊκής διανόησης, από την περίοδο του Διαφωτισμού και μετά, δεν είναι η απλή μετάδοση γνώσεων ούτε η αναζήτηση οικονομικών πόρων αλλά ο κριτικός αναστοχασμός και η τεκμηριωμένη αμφισβήτηση της υπάρχουσας κατάστασης. Αντίθετα, η φίμωση της ελευθερίας της σκέψης και της έρευνας μόνο με περιόδους πνευματικού σκοταδισμού και πολιτικού αυταρχισμού μπορεί να συσχετιστεί. Η υπηρέτηση των αναγκών της επιστήμης, αλλά και της κοινωνίας, από το Πανεπιστήμιο αποτέλεσε τη βάση ώστε η ανθρωπότητα να μπορέσει να επιτύχει τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της.

Στο πλαίσιο των προτεινόμενων από το Προσχέδιο νόμου αλλαγών, η «ποιότητα» της ανώτατης εκπαίδευσης γίνεται αντιληπτή ως ικανοποίηση των αναγκών της «αγοράς», δηλαδή της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων, αλλά και των μεμονωμένων ατόμων που αναζητούν επαγγελματική απασχόληση και αποτελούν τους ατομικούς επενδυτές εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αυτή η ερμηνεία της ποιότητας συνάδει με πολιτικές ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή με την ώθηση των δημόσιων πανεπιστημίων να λειτουργήσουν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια: να αναζητήσουν πόρους πέραν της κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι τα δίδακτρα των φοιτητών αλλά και η χρηματοδότηση της έρευνας από τον επιχειρηματικό κόσμο . Διακυβεύεται, έτσι, η λειτουργία και η ανάπτυξη των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, οι οποίες δεν μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν τη γνώση όπως οι θετικές και τεχνολογικές επιστήμες. Το περιεχόμενο του συγκεκριμένου προσχεδίου νόμου σηματοδοτεί το τέλος του Πανεπιστημίου που βασιζόταν στην universalis. Προωθεί την «επαγγελματοποίηση» της ανώτατης εκπαίδευσης και μέσω της θεσμοθέτησης του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων Ανώτατης Εκπαίδευσης, σε συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων Δια Βίου Μάθησης και το Πλαίσιο Προσόντων του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Το θέμα είναι αν όλοι εμείς οι Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι θα σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και θα αναλάβουμε, μαζί με το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας, τις ευθύνες μας συμμετέχοντας σε ένα μαζικό ριζοσπαστικό κίνημα που θα απαιτεί την άμεση απόσυρση αυτού του νομοθετικού εκτρώματος…

11/7/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου